Παρουσιάστηκε το απόγευμα του Σαββάτου, στο Επιμελητήριο Φλώριας, η έρευνα του Ινστιτούτου μικρών επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ με τίτλο: «Προβλήματα και μέλλον των επιχειρήσεων στη μετά covid εποχή» από τον πρόεδρο της ΓΣΕΒΕΕ Γεώργιο Καββαθά, στο πλαίσιο της ημερίδας με θέμα: «Μεταλιγνιτική περίοδος».
Ο κ. Καββαθάς, τόνισε πως στη Φλώρινα και σε όλη τη Δυτική Μακεδονία, οι επιπτώσεις από την απολιγνιτοποίηση δεν αφορούν μόνο τους εργαζόμενους στη ΔΕΗ, αλλά περισσότερους από 55.000 συμπολίτες μας. Πρόσθεσε δε πως για τη δίκαιη μετάβαση χρειάζονται πόροι, οι οποίοι δεν είναι αρκετοί για να κρατήσουν τον κόσμο στη Δυτική Μακεδονία. Σημείωσε όμως πως μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης και από εθνικούς πόρους υπάρχει η δυνατότητα να γίνει ελκυστικός προορισμός.
Ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Φλώρινας, Σάββας Σαπαλίδης, υπογράμμισε πως η επόμενη μέρα πρέπει να είναι ανθρωποκεντρική και πρέπει να αναδειχθούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής μας.
Ο δήμαρχος Φλώρινας Βασίλης Γιαννάκης ανέφερε από την πλευρά του πως η μετάβαση στη μετά λιγνίτη εποχή θα πρέπει να γίνει όσο πιο δίκαια γίνεται και με σωστούς όρους και πως θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για να κατευθυνθεί ο κόσμος στον πρωτογενή τομέα και το επιχειρηματικό περιβάλλον.
Ο κ. Καββαθάς, ως κεντρικός ομιλητής, είπε μεταξύ άλλων στην ομιλία του:
«Είναι το τέλος μιας χρονιάς που μας αφήνει έντονα τα σημάδια τόσο στα νοικοκυριά, όσο και στις επιχειρήσεις. Από τις έρευνες του Ινστιτούτου της ΓΣΕΒΕΕ και άλλων φορέων προκύπτει αβίαστα η καταστροφή σε κλάδους της οικονομίας και ιδιαίτερα στην εστίαση, το λιανικό εμπόριο και στα καταλύματα. Φαίνεται ότι οι επιχειρήσεις κατατάσσονται πλέον σε δύο κατηγορίες. Είναι εκείνες που έχουν πληγεί περισσότερο και έκλεισαν με κρατική εντολή παραμένοντας έτσι για μεγάλο χρονικό διάστημα και από την άλλη μεριά οι επιχειρήσεις που πλήρωσαν ως παράπλευρες απώλειες την οικονομική κρίση, διότι οι κλάδοι της οικονομίας είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους, η οικονομία είναι μια αλυσίδα που όταν σπάει ένας κρίκος οι επιπτώσεις μεταφέρονται και στους άλλους. Είναι σαφές όμως ότι υπάρχει μια διαφοροποίηση στους κλάδους που εκπροσωπεί η Γενική Συνομοσπονδία. Η Δυτική Μακεδονία έχει να αντιμετωπίσει ένα ιδιαίτερο πρόβλημα που αφορά την απολιγνιτοποίηση, μια οικονομία που έχει στηθεί πάνω στη λειτουργία ως ενεργειακού κόμβου της χώρας.
Σύμφωνα με την έκθεση που έχει συντάξει το ινστιτούτο μικρών επιχειρήσεων της ΓΕΣΕΒΕ σε συνεργασία με τα Επιμελητήρια της Δυτικής Μακεδονίας, η αποτύπωση της πραγματικής κατάστασης και των μελλοντικών δυνατοτήτων είναι για την έρευνα το ζητούμενο από τις επιπτώσεις της απολιγνιτοποίησης προκειμένου να υπάρξει ισόρροπη ανάπτυξη και να μην μετατραπεί η Δυτική Μακεδονία σε κρανίου τόπο. Υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις και οι περισσότερες μέχρι στιγμής αποτιμήσεις κάνουν λόγο για 5.500 περίπου εργαζόμενους. Στο δικό μας μοντέλο είναι πολλαπλάσιοι επειδή προσμετρούμε, όχι μόνο τους εργαζόμενους, αλλά και τους αυτοαπασχολούμενους, ενώ προσθέτουμε και την αναλογία της αδήλωτης εργασίας.
Άμεσα λοιπόν θίγονται 14.275 άτομα ενώ έμμεσα θίγονται επιπλέον 8.500 άτομα που συμμετέχουν με διάφορους τρόπους στις αλυσίδες αξίας της ενέργειας, όπως χωματουργικές εργασίες κλπ. Τέλος, υπάρχουν και όλοι εκείνοι οι επαγγελματίες και εργαζόμενοι που ζουν από το εισόδημα που δημιουργεί η λιγνιτική παραγωγή, από τα φροντιστήρια μέχρι την εστίαση, και αυτοί ανέρχονται σε 53.330 άτομα. Τα εισοδήματά τους είναι σίγουρο ότι θα μειωθούν και είναι άγνωστο για εμάς ποιος θα είναι ο βαθμός επηρεασμού της οικονομικής κατάστασης των ίδιων των φυσικών προσώπων αλλά και των νοικοκυριών. Εάν θέλουμε η μετάβαση να γίνει με δίκαιο τρόπο πρέπει να συναφθεί μια άτυπη συμφωνία που να καταλήγει ότι κανένας από όσους προανέφερα δεν θα μείνει άνεργος, ούτε θα μεταναστεύσει είτε στο εσωτερικό, είτε στο εξωτερικό και ούτε θα φτωχύνει παραπάνω από τις επιπτώσεις της απολιγνιτοποίησης. Αν οι θιγόμενοι ήταν 100 ή 200 συμπολίτες μας τα πράγματα θα ήταν πάρα πολύ εύκολα, θα μπορούσε να τους αποκαταστήσει το ταμείο της δίκαιης μετάβασης και θα ανταλλάζαμε συγχαρητήρια μεταξύ μας γιατί πετύχαμε τον στόχο. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ πιο σύνθετη.
Οι προτάσεις των ινστιτούτων της ΓΣΕΒΕΕ στοχεύουν σε μια ισορροπημένη ανάπτυξη όλης της Περιφέρειας που θα διδάσκεται από τα λάθη του παρελθόντος αποφεύγοντας τις μονοκαλλιέργειες και προτάσσοντας την οικονομική δημοκρατία.
Καταθέσαμε στο δημόσιο διάλογο τις εξής προτάσεις:
- Ενίσχυση της πρωτογενούς παραγωγής που να καλύψει την αυξημένη ζήτηση αγροτοδιατροφικών προϊόντων όπως καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας
- Ενίσχυση της μεταποίησης αγροτικών προϊόντων από σφαγεία, τυροκομεία μέχρι κονσερβοποιεία και εργοστάσια ζυμαρικών, η μεταποίηση θα δώσει προστιθέμενη αξία στην τοπική οικονομία και στον πρωτογενή τομέα
- Υποστήριξη της ντόπιας παραγωγής με ισχυρό και σύγχρονο μάρκετινγκ που θα δημιουργήσει ένα ισχυρό και ενιαίο όνομα για τα προϊόντα της περιοχής
Οι τρεις αυτές δραστηριότητες θα πρέπει, κατά την άποψή μας, να συνδέονται και να αλληλοϋποστηρίζονται μέσω κάθετων ή άλλων συνεργειών όπου θα πρέπει να συμμετέχουν και τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα.
- Ενίσχυση των υποδομών για την κατασκευή κάθετων αξόνων στην Εγνατία και βεβαίως την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου για να μπορέσει η Δυτική Μακεδονία να λειτουργήσει και ως logistics αλλά με σύνδεση τόσο με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης όσο και με το λιμάνι της Ηγουμενίτσας.
- Το ταμείο της δίκαιης αναπτυξιακής μετάβασης θα πρέπει να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την άνοδο του εκπαιδευτικού επιπέδου του πληθυσμού που δυστυχώς είναι το χαμηλότερο στη χώρα. Κατά την άποψή μας και κατά την πρότασή μας θα πρέπει να προχωρήσουμε σε χρηματοδότηση, μέσω του ταμείου, επιπλέον ωρών διδασκαλίας και υποστήριξης των μαθητών έτσι ώστε να ανεβάσουμε το εκπαιδευτικό επίπεδο στη Δυτική Μακεδονία.
- Να δώσουμε εισοδηματικές ενισχύσεις για τους άνεργους που δεν θα καταφέρουν να απορροφηθούν από τις εμβληματικές επενδύσεις.
Τέλος θα πρέπει συνεχώς να αξιολογείται η αποτελεσματικότητα των επενδύσεων που έχουν ήδη ανακοινωθεί και στην περίπτωση που αναζητούν να καλύψουν τη ζήτηση θέσεων εργασίας να ακολουθούνται διορθωτικές κινήσεις. Εννοώ ότι η Δυτική Μακεδονία όπως και η Μεγαλόπολη δεν πρέπει ποτέ να φύγουν από τα ραντάρ των διαμορφωτών οικονομικής πολιτικής για την επόμενη δεκαετία, γιατί η μετάβαση δεν θα είναι μια φάση ενός ή δύο ετών, θα κρατήσει τουλάχιστον δέκα χρόνια.
Κατά την εκτίμησή μας, ακόμα και σήμερα δεν πληρούνται οι όροι που θα αποτρέψουν την ερημοποίηση της Δυτικής Μακεδονίας. Τόσο η έλλειψη της απαραίτητης προετοιμασίας, όσο και οι ανατροπές στην αγορά ρεύματος με την εκτίναξη της τιμής του φυσικού αερίου επιβάλλουν μερική αναθεώρηση του χρονοδιαγράμματος απολιγνιτοποίησης με την επαναφορά λιγνιτικών μονάδων στην περιοχή ή την ακύρωση της πρόωρης εξόδου από αυτήν. Μια μετάθεση της απολιγνιτοποίησης κατά 5 χρόνια είναι πλήρως συμβατή με τους ευρωπαϊκούς στόχους για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας που ορίζεται για το 2050. Μια τέτοια ενέργεια θα μειώσει και τα κόστη παραγωγής και θα εξισορροπήσει την αγορά προς όφελος όλων.
Από όλη την Ευρώπη, η Ελλάδα συμμετέχει στο αποτύπωμα των ρύπων του άνθρακος που επηρεάζει το κλίμα σε ποσοστό κάτω του 2% όταν η Γερμανία επηρεάζει κατά ποσοστό 22%. Μόλις 5 μήνες πριν εγκαινίασε με τυμπανοκρουσίες εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος με χρήση άνθρακα. Ακόμα και αν η χώρα πλήρωνε τα πρόστιμα για τους ρύπους, που θα μπορούσαμε με τις συνθήκες της πανδημίας να ζητήσουμε εξαίρεση από τα πρόστιμα, το κόστος της ενέργειας θα ήταν πολύ χαμηλότερο. Σήμερα η τιμή της μεγαβατώρας στην Ελλάδα είναι η ακριβότερη στην Ευρώπη, έχει ξεπεράσει τα 270 ευρώ.
Φανταστείτε σήμερα μια αύξηση του φυσικού αερίου στα επίπεδα του 160% πόσο θα επιβάρυνε το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας η λειτουργία εργοστασίων παραγωγής ενέργειας με φυσικό αέριο. Και αυτό με την απελευθέρωση που συνυπέγραψε η ΡΑΕ τον Ιούνιο έχουμε την εκτίναξη των τιμολογίων των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας που πραγματικά είναι αδύνατον για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να ανταπεξέλθουν. Αυξήσεις της τάξεως του 30% έως 170%, αυτή είναι μια πραγματικότητα. Εδώ δικαιωνόμαστε άλλη μια φορά ως ΓΣΕΒΕΕ, όταν τοποθετηθήκαμε για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ και ζητήσαμε το Δ της ΔΕΗ να παραμείνει Δημόσιο γιατί σήμερα με το 34% του μετοχικού κεφαλαίου δεν μπορεί το δημόσιο να παίξει τον ρυθμιστικό ρόλο για να δημιουργήσει ανταγωνιστικές τάσεις στην αγορά για να πέσουν τα κόστη της ηλεκτρικής ενέργειας που επηρεάζουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις».