-Ένα καλοκαιρινό βράδυ η Τύχη αποφάσισε να βοηθήσει ένα καλόκαρδο άνθρωπο, εμφανίστηκε μπροστά του με μορφή γέροντα και τον συμβούλεψε να σκάψει στο πλατύσκαλο του σπιτιού του.
-Ξαφνιασμένος ο άνθρωπος τρέχει στην γυναίκα του και της λέει τι του είπε ο γέροντας, η γυναίκα τον παρότρυνε να κάνει ότι του ορμήνευσε αλλά αυτός ήταν τόσο αμελής που δεν μπήκε στον κόπο, αντίθετα πηγαίνοντας για ύπνο είπε: Οι μοίρες θα βρουν το δρόμο.
-Την επομένη το πρωί στο καφενείο του χωριού διηγήθηκε στους συγχωριανούς του με λεπτομέρειες την νυχτερινή του περιπέτεια και το μεσημέρι πήγε σπίτι να ξαπλώσει.
-Αργά το απόγευμα η γυναίκα του τρομαγμένη φωνάζει: Ένα μεγάλο φίδι στο πλατύσκαλο μας, ο σύζυγος ξυπνά και βγαίνει έξω εκεί βλέπει ένα φίδι να λιάζεται πάνω σε ένα σπασμένο πιθάρι γεμάτο με χρυσές λίρες, γυρίζει προς την γυναίκα του και λέει: Δεν σου είπα, οι μοίρες θα βρουν το δρόμο! ήρθαν άλλοι, έσκαψαν είδαν το φίδι φοβήθηκαν και έφυγαν, να ο λάκκος να τα χρήματα!.-
Κεντρική ιδέα: Καμιά φορά οι άνθρωποι «κοιμούνται» και η τύχη τους δουλεύει.
Σπύρος Α. Ηλιάδης
Δημοσιογράφος – Εκδότης