ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΣ
Κυριακή πρωί 24 Ιουνίου με βάρυνε το μνημόσυνο της δεύτερης μητέρας μου (Η πρώτη και μοναδική «δραπέτευσε» στα 44ρά της στις 8-2-1968).
Πριν πάω στην εκκλησία και «μαλώσω» με τα μυστήρια επέλεξα για ισορροπία μια σύντομη επίσκεψη στο ποτάμι του χωριού μου. Το ποτάμι που έρχεται από Πολυπόταμο – μαζεύει και τα νερά της περιοχής Ατραπού και Τριανταφυλλιάς. Όλη η περιοχή δεν έχει να ζηλέψει και πολλά από Αυστρίες και Ελβετίες των χορτάτων επισκεπτών.
Σ΄αυτό το ποτάμι έφηβος εγώ, ο Κώστας – ο Γιάννης – ο Γιώργος – ο Τάσος – ο Σάββας – ο Κώστας, ο Τάκης ψαρεύαμε. Δεν ήμουν δεινός στο ψάρεμα με τα χέρια. Ο ένας Κώστας (που τώρα κοιμάται αιώνια δίπλα στο ποτάμι) και ο Γιάννης που κατεβάζει ακόμη (του εύχομαι και τα επόμενα εκατό χρόνια) τσίπουρα στο καφενείο του Τροπαιούχου είχαν κάτι σαν ευλογία στα χέρια τους. Τα χώνανε στις τρύπες κάτω από τις πέτρες και να τα λαχταριστά ψάρια να σπαρταράνε στην άκρη του ποταμού. Τότε δεν ήξερα ότι θα έκανα αργότερα ορισμένα θαυμάσια μαθήματα ζωολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Μάζευα τα ψάρια, καμιά φορά μου γλιστρούσε από κανένα τυχερό και μπλουμ ξανά στο νερό. Περνούσα από το βράγχιο στο στόμα των ψαριών ένα βλαστό παραποτάμιου φυτού. Σε λίγο στην αρμαθιά 15 – 20 ψάρια ήταν το καμάρι των ψαράδων με τα βρεγμένα σώβρακα. Ζούσαν αργά βασανιστικά το μαρτύριό τους. Μερικά άντεχαν μέχρι το τηγάνι στο καφενείο του Σιρίν ή του Μπατίρι. Εκεί γινόταν το γλεντάκι. Έρεε η φθηνή ρετσίνα, η μουσική από τους μικρούς δίσκους βινυλλίου γέμιζε το καφενείο, χοροί, φωνές – τραγούδια – αστειοπειράγματα. Όμορφα χρόνια τα ποταμίσια μας.
Παρατηρώ τώρα το βρώμικο γεμάτο αφρούς νερό. Δεν υπάρχουν ψάρια, φύγανε κι αυτά μαζί με τη νιότη μας.
Γερμ. Θαν.