Η επιβεβαίωση από τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας ότι επίκεινται αυξήσεις στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος ανέβασε κι άλλο τη θερμοκρασία του καύσωνα που ταλαιπωρεί αυτές τις μέρες τα λαϊκά στρώματα.
Μάλιστα, ο ίδιος ο καύσωνας έγινε αφορμή να αποκαλυφθούν τα ψέματα της κυβέρνησης και των άλλων αστικών κομμάτων που στηρίζουν την «πράσινη ανάπτυξη», ότι το «πρασίνισμα» της Ενέργειας και συνολικά της οικονομίας, σε συνδυασμό με την παραπέρα «απελευθέρωση» της αγοράς Ενέργειας και τη διασυνδεσιμότητα των δικτύων, θα οδηγήσουν σε φθηνότερες τιμές ρεύματος για τη λαϊκή οικογένεια.
Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει: Η «απελευθέρωση» της αγοράς Ενέργειας, που θα αύξανε τάχα τον ανταγωνισμό προς όφελος των λαϊκών νοικοκυριών, έχει ήδη οδηγήσει σε αυξήσεις του ρεύματος κατά 150% την περίοδο 2005 – 2016, σύμφωνα με έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ αυξήθηκε και η ενεργειακή φτώχεια.
Η απολιγνιτοποίηση στην παραγωγή Ενέργειας και η αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, με στόχο από το 2023 να μην παράγεται ούτε μία κιλοβατώρα ρεύματος με καύσιμο τον λιγνίτη, έχει επίσης σοβαρές επιπτώσεις στην τιμή του ρεύματος.
Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής γίνεται πλέον με το εισαγόμενο και ακριβό φυσικό αέριο, αφού οι ΑΠΕ δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξασφαλίσουν ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια, καθώς η παραγωγή ρεύματος εξαρτάται άμεσα από τις καιρικές συνθήκες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο καύσωνας αυτών των ημερών. Η άπνοια έχει καθηλώσει τις ανεμογεννήτριες σε όλη τη χώρα και η συμμετοχή των ΑΠΕ στην κάλυψη της αυξημένης ζήτησης για Ενέργεια είναι μόλις 5%! Ως αποτέλεσμα, οι ανάγκες καλύπτονται κατά κύριο λόγο από την ηλεκτροπαραγωγή με φυσικό αέριο, τις εισαγωγές ρεύματος από το εξωτερικό και την αύξηση της παραγωγής από τους λιγνιτικούς σταθμούς που συνεχίζουν να δουλεύουν.
Όλα αυτά όμως, στο πλαίσιο των ρητρών και των «κινήτρων» για «πρασίνισμα» της Ενέργειας, επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής και οι αυξήσεις μετακυλίονται στα τιμολόγια της λαϊκής κατανάλωσης. Για παράδειγμα, η αυξημένη τιμή χονδρικής στο χρηματιστήριο της «απελευθερωμένης» Ενέργειας έχει απογειωθεί μέχρι και πάνω από 200 ευρώ τη μεγαβατώρα, με αλλεπάλληλες αυξήσεις από τον Νοέμβρη του 2020. Η αύξηση αυτή, που περιορίζει το περιθώριο κέρδους για τις εταιρείες – παρόχους με τις ισχύουσες τιμές λιανικής, θα μεταφραστεί σε ανατίμηση των τιμολογίων, επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Άλλωστε, η ισχύουσα νομοθεσία για τη λειτουργία της αγοράς αποτελεί θεματοφύλακα για την εξασφάλιση του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους από τις εταιρείες – παρόχους, σε κάθε συγκυρία και ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις της τιμής χονδρικής ή των τιμών των καυσίμων, όπως το φυσικό αέριο.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο τον λιγνίτη αυξάνει και το κόστος του ρεύματος, εξαιτίας των «καπέλων» από τις ρήτρες για τους ρύπους, που διαμορφώνονται με όρους χρηματιστηρίου και επιβαρύνουν τελικά τα λαϊκά νοικοκυριά.
Πρόκειται για ρήτρες που θέσπισε η ΕΕ και εφαρμόζουν όλες διαχρονικά οι κυβερνήσεις, για την «ενθάρρυνση» των «πράσινων» επενδύσεων στην Ενέργεια και την επιτάχυνση της απολιγνιτοποίησης, που πληρώνουν ήδη ακριβά και με πολλούς τρόπους οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα.
Απ’ όπου κι αν το πιάσει κανείς, το ηλεκτροσόκ για τα εργατικά – λαϊκά νοικοκυριά από την πολιτική της σημερινής και όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων στην Ενέργεια είναι μεγάλο. Η Ενέργεια γίνεται ακριβότερη για τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία, την ώρα που μια χούφτα μονοπωλιακοί όμιλοι απολαμβάνουν τρελά κέρδη και νέα προνόμια για να κάνουν «πράσινες» επενδύσεις στην Ενέργεια, σε βάρος του περιβάλλοντος και των λαϊκών αναγκών. Για παράδειγμα, πέντε τέτοιοι όμιλοι ελέγχουν σήμερα το 50% της συνολικής ισχύος που παράγεται από ηλεκτρογεννήτριες στη χώρα μας, η προμήθεια των οποίων γίνεται αποκλειστικά από μονοπώλια του εξωτερικού, που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η χώρα μας για να καλύψει τις ανάγκες εισάγει φυσικό αέριο για την ηλεκτροπαραγωγή, αλλά και ρεύμα που παράγεται σε άλλες χώρες, δείχνει και τον βαθμό της ενεργειακής εξάρτησης και ανασφάλειας που μεγαλώνει.
Οι εξελίξεις στην Ενέργεια αποκαλύπτουν τα αδιέξοδα που συνεπάγεται για τον λαό ο ενεργειακός σχεδιασμός με κριτήριο τα κέρδη του κεφαλαίου. Για να υπηρετήσει την ευημερία της εργατικής – λαϊκής οικογένειας, ο ενεργειακός σχεδιασμός θα πρέπει να απαλλαγεί από τους νόμους της αγοράς, τους νόμους του καπιταλιστικού κέρδους, να γίνουν τα μέσα παραγωγής, οι εγχώριες ενεργειακές πηγές, οι πρώτες ύλες, τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής της Ενέργειας κοινωνική ιδιοκτησία.
Τ.Ε. ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ
5/8/2021