Αφ’ ότου ο «μηνύων Αχιλλεύς» τσακώθηκε για μια δούλα με τον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα και εγκατέλειψε τους Έλληνες μπροστά στα τείχη της Τροίας, οι εμφύλιοι πόλεμοι ματώνουν την πορεία των Ελλήνων επί χιλιάδες χρόνια. Αυτήν την προαιώνια παράδοση των μεταξύ τους εμφυλίων έφεραν οι Έλληνες όταν το 1821 σήκωσαν το λάβαρο της ελευθερίας. Και μέσα στον αιματηρότατο πόλεμο της εθνικής ανεξαρτησίας διεξήγαγαν ταυτοχρόνως αιματηρούς εμφυλίους πολέμους μεταξύ τους!
Κατά την διάρκεια της Εθνεγερσίας αναμετρήθηκαν πολιτικοί και στρατιωτικοί, τοπικοί και προσωπικοί ανταγωνισμοί, οικονομικές επιδιώξεις και επιδιώξεις Δυτικών, διαφορετικές ιδεοληψίες και κοινωνίες, αυτόχθονες και ετερόχθονες αγωνιστές, πικρίες και πλεονεξίες σχηματίζοντας εναλλασσόμενες διαρκώς ετερόκλητες συμμαχίες σε ένα απίστευτο μα εκρηκτικό μείγμα. Το περίγραμμα των αρετών και των κακιών στο πρόσωπο ενός ήρωα έδωσε, άλλωστε, ο ένδοξος στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης στη γνωστή εμβληματική φράση του «όταν θέλω, γίνομαι διάβολος κι όταν θέλω, άγγελος!». Καταγράφονται παρακάτω σποραδικά μερικές μόνον από τις πολλές αποκαλυπτικές σκηνές του εμφυλίου δράματος. Τέλη του 1821 στην Πελοπόννησο ανθίστανται ακόμη αποφασιστικά οι Οθωμανοί οχυρωμένοι στην Πάτρα, στο Ναύπλιο και σε άλλα φρούρια, ενώ κινδυνεύει άμεσα η Στερεά, όπου συγκλίνουν από Βορρά ισχυρές οθωμανικές στρατιές οι οποίες μοιραίως θα κατακλύσουν ύστερα και τον Μοριά. Ο Ιω. Κωλέττης, διατάζει εκ μέρους της Διοικήσεως τον Θεοδωράκη Κολοκοτρώνη να αποχωρήσει από την πολιορκία της Πάτρας και να αναλάβει τον αγώνα στη Στερεά. Ο Γέρος του Μοριά, ο οποίος, σημειωτέον, ουδέποτε πέρασε το «Αυλάκι» κατά τον Ιερό Αγώνα, αρνείται και απαντά: «Πρέπει πρώτα να σβήσουμε τη φωτιά που είναι μέσα και έπειτα να υπάγης και εις βοήθειαν του γειτόνου σου». Λίγες ημέρες αργότερα, ωστόσο, στις 10 Μαρτίου 1822, ο Γέρος διατάσσει τον γιο του Γενναίο να σπεύσει στην Αιτωλοακαρνανία με 400 παλικάρια επειδή, όπως αναφέρει στη διαταγή του, «γενικόν χρέος μας είναι να τους πολεμήσωμεν παντού και με την βοήθειαν πάλιν του παντοδυνάμου Θεού να σώσωμεν και να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα».
Βέβαια, η διαταγή του Κωλέττη δεν είναι τελείως άδολη. Επιχειρεί να απομακρύνει τον θρυλικό Μοραΐτη από το προνομιακό πεδίο του, ώστε η πολιτική Ελληνική Διοίκησις να αυξήσει εκεί την επιρροή της. Γι’ αυτό ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης παροτρύνει από τη Μάνη τον Γέρο να καταργήσουν de facto τη Διοίκηση οι καπετάνιοι και να αναλάβουν μόνοι τους τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του εχθρού. Αλλά, επειδή οι καπετάνιοι αισθάνονται ήδη εσωτερικό εχθρό την Πολιτική Διοίκηση των Ελλήνων, στις 17 Μαΐου 1822 οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Μάρκος Μπότσαρης, Παναγιώτης Γιατράκος, Αλεξάκης Βλαχόπουλος και Γεώργιος Σισίνης υπογράφουν συμφωνητικό να συμπράξουν πολεμικά κατά των εκλεγμένων πολιτικών της μαχομένης Ελλάδος «αν ήθελε λάβει κανείς εξ ημών καταδρομήν».
Την ίδια χρονική περίοδο στη Στερεά Ελλάδα συμβαίνουν πιο δραματικά γεγονότα. Τη Δυτική Στερεά διοικεί η Γερουσία της και την Ανατολική ο Άρειος Πάγος της, ο οποίος δεν ανέχεται την αυξανομένη επιρροή του Οδυσσέα Ανδρούτσου που έγινε θρύλος μετά την περιφανή νίκη του στο Χάνι της Γραβιάς. Του στέλνει τρεις διαμεσολαβητές και τους τρεις Βλάχους οι οποίοι συνδέονταν στενά με τον Οδυσσέα, γιατί είχαν υπηρετήσει μαζί στην Αυλή του Αλή πασά. Είναι ο επιφανής βεκίλης –αντιπρόσωπος- των Ζαγοροχωρίων Αλέξης Νούτσος, ο χιλίαρχος Χρήστος Παλάσκας και ο Γιάννης Λάππας. Στις 25 Μαΐου 1822 οι άνδρες του Οδυσσέα δολοφονούν τους δύο πρώτους και ο Οδυσσέας σώζει τον τρίτο, αλλά στιγματίζεται. Τότε ο Άρειος Πάγος τον καθαιρεί από την αρχιστρατηγία και τον επικηρύσσει ως ληστή προσφέροντας 5.000 γρόσια για το κεφάλι του και καταγγέλλει ως συνωμότη τον Δημήτριο Υψηλάντη, ενώ κατέρχεται ήδη ο τρομερός Δράμαλης.
Στην Αθήνα οι Αθηναίοι, μόλις καταλαμβάνουν την Ακρόπολη, «διηρέθησαν μετά την κυρίευσιν και κατέτρεχον αλλήλους», σύμφωνα με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Διορίζουν φρούραρχο τον Σπύρο Κτενά που επιβάλλει βαρείς φόρους στους κατοίκους και, όταν οι έφοροι διαμαρτύρονται, δολοφονούνται, ενώ πολλοί προεστοί φυλακίζονται. Τη συνέχεια αφηγείται ο Μακρυγιάννης: «Τότε όλοι οι νοικοκυραίγοι κι’ άλλοι ενώνονται και με στρατήγημα τους πήραν το κάστρο και διώξαν όλους αυτούς και λευτέρωσαν τους φυλακωμένους νοικοκυραίους».
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1822 συνέρχεται αυτοσχέδια συνέλευση των Αθηναίων προκρίτων που καταργεί τον Άρειο Πάγο και ανακηρύσσει αρχιστράτηγο τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Σε αντίθεση τότε ο Άρειος Πάγος αναφέρει: «Εκηρύχθη αρχιστράτηγος πάσης Ανατολικής Ελλάδος και Θεσσαλίας ο εθνοκατάρατος Δυσσέος» και μετά μια εβδομάδα προσθέτει ότι «αι Αθήναι, Θήβαι και Λειβαδεία επάτησαν τον όρκον τους και εποτίσθησαν τα νάματα του Οδυσσέως». Όμως τα Σάλωνα κι άλλα μέρη είναι εναντίον του. Ο Ανδρούτσος ορίζει φρούραρχο στην Ακρόπολη το πρωτοπαλίκαρό του Γιάννη Γκούρα, αλλά εκείνος αργότερα θα φυλακίσει στην Ακρόπολη και, μετά, θα δολοφονήσει τον ευεργέτη του Ανδρούτσο!
Η εθνική τραγωδία μόλις άνοιξε. Επακολουθούν άλλα δράματα. Η τραγωδία του Εμφυλίου Πολέμου εκτυλίσσεται σε αλλεπάλληλες σκηνές μέσα στον παράλληλο Αγώνα κατά των Τούρκων σε όλη την Εθνεγερσία.
Στη Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος κυριαρχεί ο Φαναριώτης ηγέτης των πολιτικών Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος αλλά οι στρατιωτικοί τον προδίδουν. Ο αρχιστράτηγός Γεώργιος Βαρνακιώτης, αρματολός του Ξηρομέρου, δηλώνει υποταγή στον παλαιό του φίλο Ομέρ Βρυώνη. Τον ακολουθούν οι οπλαρχηγοί Ανδρέας ΄Ισκος, Γιαννάκης Ράγκος και Γιωργάκης Βαλτινός. Έτσι στις 10 Οκτωβρίου 1882 ο Ομέρ Βρυώνης έχει υποτάξει την Άρτα, το Ξηρόμερο και τον Βάλτο, ενώνεται με τον Κιουταχή και οι δύο πασάδες σχηματίζουν έναν αξιόμαχο στράτευμα 8.000 ανδρών, που απειλεί ολόκληρη την επαναστατημένη αλλά βαθιά διαιρεμένη Ελλάδα. Τότε το Βουλευτικό ορίζει αρχιστράτηγο Δυτικής Ελλάδος «τον άξιον και καλόν πατριώτην κ. Μάρκον Μπότσαρην, Σουλιώτην, αντί του επαράτου Γεωργίου Νικολού Βαρνακιώτη».
Ένα μήνα ενωρίτερα, τον Σεπτέμβριο 1822, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης διεκδικούσε ενόπλως το αρματολίκι των Αγράφων και άλλες αρματολικές φάρες βρίσκονταν σε εμφύλιο πόλεμο. Ο Αλ. Μαυροκορδάτος έγραφε ότι μαίνεται εμφύλιος «εις Άγραφα μεταξύ Καραϊσκάκη και Βαλτινών και εις Βλοχόν μεταξύ Σταϊκαίων και του Αλεξάκη Βλαχοπούλου. Από τον Καραϊσκάκην φοβούμαι και προδοσίαν».
Παρ’ όλα αυτά, οι μεταξύ τους αντιμαχόμενοι Έλληνες έχουν επιτύχει μεγάλες πολεμικές νίκες κατά των Οθωμανών και η δύναμη των καπεταναίων μεγαλώνει, ενώ ο Κολοκοτρώνης έχει συντρίψει τον Δράμαλη και χάρη στον εθνοσωτήριο θρίαμβό του έχει καθιερωθεί αρχηγός των στρατιωτικών, οι οποίοι φοβούνται ότι η αύξηση της επιρροής τους τρομάζει τους πολιτικούς και τους προεστούς οι οποίοι, γι’ αυτό, με τις πολιτικές διαταγές τους υπονομεύουν στην πραγματικότητα κάθε πολεμική επιχείρηση και ελληνική νίκη! Αληθινοί ή υπερβολικοί αυτοί οι φόβοι χωρίζουν τους Έλληνες σε δύο πολιτικά κόμματα που το καθένα τους διεκδικεί τον έλεγχο της Β΄ Εθνοσυνελεύσεως την άνοιξη του 1823. Οι αντιπρόσωποι εξελέγησαν στα χωριά φανερά δια βοής και η επιρροή των παλαιών προεστών ήταν προφανής. Άλλωστε, δεν υφίστατο ούτε κρατικός μηχανισμός ούτε καιρός στη διάθεση των πολεμιστών. Η Β΄ Εθνική Συνέλευσις των Ελλήνων, ορίσθηκε να συνεδριάσει στο Άστρος της Κυνουρίας από 29 Μαρτίου μέχρι 18 Απριλίου 1823, και η κυβέρνηση εντωμεταξύ πρόλαβε να σχηματίσει κατά τόπους συμμαχίες με ορισμένους στρατιωτικούς, όπως ο Πετρόμπεης, οι Πετμεζαίοι, οι Γιατράκοι και οι Σουλιώτες που συντάσσονται με τον Μαυροκορδάτο και τους άρχοντες της Ύδρας Κουντουριώτες που σε επιστολή τους, ο Κολοκοτρώνης χαρακτηρίζονταν «άρπαξ και κακούργος και αφιλότιμος». Σε άλλη επιστολή τους ο Λάζαρος και ο Γεώργιος Κουντουριώτης προειδοποιούσαν την κυβέρνηση των πολιτικών μη τυχόν πάει στο Ναύπλιο, όπου βρίσκονταν ο Κολοκοτρώνης «ίνα προσκυνήση τον κακούργον εκείνον και αυξήση έτι μάλλον την αλαζονείαν του».
Ν. I. Μέρτζος