Εκδηλώσεις για τον εορτασμό της ημέρας μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας
Εκδηλώσεις για τον εορτασμό της ημέρας μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος πραγματοποιήθηκαν στην πόλη της Φλώρινας την Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου με μέριμνα της Π.Ε. Φλώρινας.
Ο εορτασμός αυτός έχει σκοπό να τονίσει ιδιαίτερα και να υπενθυμίζει τα γεγονότα της δραματικής περιόδου των διωγμών, της γενοκτονίας και του ξεριζωμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος που είχαν σαν αποτέλεσμα να μετατρέψουν τον λαό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας σε έναν λαό προσφύγων και διασποράς.
Η ημέρα ξεκίνησε με μνημόσυνο στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονα Φλώρινας ενώ ακολούθησε επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων στο μνημείο της πλατείας Ι. Ιωαννίδη. Στεφάνι εκ μέρους της Π.Ε. Φλώρινας κατέθεσε η Αντιπεριφερειάρχης Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Μεταφορών κ. Ελισάβετ Παναγιωτίδου.
Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο εκπαιδευτικός Α’ Βάθμιας εκπαίδευσης κ. Παύλος Σταυρίδης.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Σταυρίδη:
“Επίσημοι προσκεκλημένοι, κυρίες και κύριοι, αγαπητά μας παιδιά,
Συγκεντρωθήκαμε σήμερα στον χώρο αυτό, για να γυρίσουμε πίσω στον χρόνο, να ταξιδέψουμε για λίγο νοερά στις αλησμόνητες πατρίδες, στα χώματα της μικρασιατικής γης και να ξεφυλλίσουμε σύντομα τις σελίδες του πικρού ξεριζωμού.
Η Ημέρα Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος καθιερώθηκε με ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων στις 24 Σεπτεμβρίου 1998 και τιμάται κάθε χρόνο στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα που η Σμύρνη πυρπολήθηκε από τα κεμαλικά στρατεύματα.
Την πρωτοβουλία είχαν τρεις βουλευτές με μικρασιατική καταγωγή, ο Γιάννης Καψής, ο Γιάννης Διαμαντίδης και ο Γιάννης Χαραλάμπους, οι οποίοι κατέθεσαν τη σχετική πρόταση νόμου στις 12 Μαΐου 1997.
Στην εισηγητική έκθεση ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι:
«Η κατάρρευση των ελληνικών δυνάμεων το 1922 στη Μικρά Ασία, οι σφαγές, οι λεηλασίες και η προσφυγιά που ακολούθησαν, αποτελούν το αποκορύφωμα μιας συστηματικής προσπάθειας εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου από τα χώματα της Μικρά Ασίας, που έβαλε τέρμα στην τρισχιλιετή παρουσία του στην πέραν του Αιγαίου Ελλάδα, μια περιοχή όπου αναπτύχθηκε η ωριμότερη φάση του ελληνικού πολιτισμού…»
Η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 είναι από τις μεγαλύτερες εθνικές συμφορές στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού. Αποτέλεσε την “ταφόπλακα” στο όνειρο της Μεγάλης Ιδέας, που οραματιζόταν την επανένωση όλων των εδαφών που κατοικούνταν από αρχαιοτάτων χρόνων από Έλληνες. Τη μεγάλη αυτή συμφορά συνθέτουν εκτός των άλλων, η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, η πυρπόληση της Σμύρνης από του Τούρκους, η εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και η εκδίωξη των υπολοίπων από τις πατρογονικές τους εστίες και προ πάντων, το ξερίζωμα του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Φέτος συμπληρώνονται 94 χρόνια από τη θλιβερή χρονιά του 1922. Οι πρόσφυγες που ξεριζώθηκαν από την Ιωνική γη, τον Πόντο, την Καππαδοκία, τη Θράκη και άλλες περιοχές, θα φτάσουν, έχοντας χάσει τα πάντα, στη φτωχή Ελλάδα για να συνεχίσουν τη ζωή τους. Έχουν γραφτεί πολλά για τα τραγικά αυτά χρόνια. Όσα όμως και να γραφούν δε θα είναι ποτέ αρκετά για να αποτυπώσουν με ακρίβεια τα αποτρόπαια γεγονότα και τις φρικαλεότητες, που αντιμετώπισε ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας.
Μιας Μικράς Ασίας, όπου υπήρξε κοιτίδα πολλών αρχαίων λαών και πολιτισμών, με πιο έντονη την ελληνική παρουσία, ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή, μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όπου φτάνουμε στο αποκορύφωμα της εμπορικής και πολιτισμικής ανάπτυξης της περιοχής, με σπουδαιότερο κέντρο την πόλη της Σμύρνης.
Για τον μικρασιατικό ελληνισμό, η Σμύρνη αποτελούσε οικονομικό, πολιτιστικό και εθνικό κέντρο, ιδιαίτερα για τους τουρκόφωνους ελληνορθόδοξους της ενδοχώρας. Συνολικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ζούσαν 2.845.000 Έλληνες, που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού, κυριαρχούσαν οικονομικά και μολονότι ζούσαν ως μειονότητα σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, είχαν κατορθώσει να διατηρήσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά ακέραιη.
Το Ελληνικό στοιχείο, ζούσε και μεγαλουργούσε εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συνθέτοντας μία «απειλή» για τους Νεότουρκους, που ήδη από το 1911 είχαν αποφασίσει τη γενοκτονία των χριστιανών. Πριν δηλαδή το τέλος των Βαλκανικών πολέμων, που για την Ελλάδα σηματοδότησε την εδαφική της επέκταση με την προσάρτηση της Ηπείρου, της Κεντρικής Μακεδονίας, της Κρήτης και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Η πολιτική του τουρκικού εθνικισμού προέβλεπε την οθωμανοποίηση διά της βίας όλων των κατοίκων. Η Τουρκία, κατά τους Νεότουρκους, είναι πρωτίστως μια μουσουλμανική χώρα και οι ιδέες του μουσουλμανισμού και η επιρροή του, έπρεπε να κυριαρχήσουν. Η χώρα δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τους χριστιανούς, οι οποίοι πάντα δούλευαν για την κατάρρευση του νέου καθεστώτος. Το δικαίωμα της οργάνωσης, αποκέντρωσης και αυτονομίας, δεν θα υπήρχε για τις υπόλοιπες εθνικότητες, οι οποίες μπορούσαν να κρατήσουν τις θρησκείες τους, αλλά όχι τις γλώσσες τους. Η επικράτηση της τουρκικής γλώσσας αποτελούσε ένα από τα βασικά μέσα για τη διατήρηση της μουσουλμανικής κυριαρχίας.
Έτσι από το 1914 ξεκίνησαν οι πρώτοι συστηματικοί διωγμοί εναντίον του μικρασιατικού ελληνισμού, μέχρι τον οριστικό ξεριζωμό του 1922. Οι διώξεις των Ελλήνων της Μικράς Ασίας εκδηλώθηκαν σε δύο χρονικές περιόδους. Στην πρώτη έγιναν βίαιες μαζικές εκτοπίσεις των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης, που από τον Μάιο του 1914 επεκτάθηκαν και στη δυτική Μικρά Ασία. Πολλοί Έλληνες κατέφυγαν στη μητέρα πατρίδα, ενώ άλλοι, περίπου 150.000 κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ακολούθησε το δεύτερο στάδιο των διωγμών, την περίοδο 1914 – 1918, κατά την οποία το Τουρκικό κράτος προχώρησε σε οικονομική αφαίμαξη των Ελλήνων, με πρόφαση τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες της χώρας, λόγω του Α΄ παγκοσμίου πολέμου.
Η λήξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου βρίσκει την Ελλάδα σε δεινή οικονομική κατάσταση. Μια επικίνδυνη πόλωση των πολιτικών δυνάμεων δεν προμήνυε αισιοδοξία. Σε αυτές τις συνθήκες η χώρα μας εμπλέκεται σε μια περιπέτεια, η οποία θα την οδηγήσει στον όλεθρο. Στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι, ο Βενιζέλος παρουσιάζει ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πρόγραμμα εδαφικών διεκδικήσεων, στη Βόρειο Ήπειρο, τη Δυτική και Ανατολική Θράκη και τα Μικρασιατικά Παράλια, πιέζοντας τους συνέδρους να προστατέψουν τους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι εν λόγω διεκδικήσεις προσέβλεπαν να πλήξουν αποφασιστικά τη Βουλγαρία και την Τουρκία, και παράλληλα έδιναν σάρκα και οστά στη “Μεγάλη Ιδέα”. Τελικά η Συνδιάσκεψη δίνει στον Βενιζέλο την εντολή να αποστείλει στρατό στη Σμύρνη.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία (Μάιος 1919 – Σεπτέμβριος 1922), ήταν η μεγαλύτερη εκστρατεία, την οποία επιχείρησε ο Ελληνικός Στρατός από τους χρόνους της απελευθέρωσης της Ελλάδας.
Παρά τις δυσκολίες, με ηρωισμό και πρωτοφανή μαχητικότητα τα ελληνικά στρατεύματα έφτασαν τον Αύγουστο του 1921 μέχρι τον Σαγγάριο Ποταμό. Εκεί καθηλώθηκαν για ένα περίπου έτος δίνοντας το χρονικό περιθώριο στον κεμαλικό στρατό να ανασυνταχθεί. Τον Αύγουστο του 1922 οι αναδιοργανωμένες δυνάμεις του Κεμάλ εξαπολύουν γενική επίθεση, που διέσπασε το ελληνικό μέτωπο και σήμανε την υποχώρηση προς την Προποντίδα και τις δυτικές ακτές, χωρίς σχέδιο σύμπτυξης.
Σε διάστημα μόλις 20 ημερών ο ελληνικός στρατός είχε εγκαταλείψει το μικρασιατικό έδαφος, αφήνοντας στο έλεος του τουρκικού στρατού τον μικρασιατικό ελληνισμό. Η επιδίωξη του εθνικού τουρκικού κινήματος, που είχε ξεκινήσει από τις αρχές του 20ου αιώνα, και είχε να κάνει με τον αφανισμό των μειονοτήτων και ιδιαίτερα της πιο ισχυρής εξ’ αυτών- της ελληνικής- ήταν πια μια ζοφερή, αλλά αναπόφευκτη πραγματικότητα.
Στη Σμύρνη οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές έχουν εγκαταλείψει την πόλη από τις 26 Αυγούστου. Την επόμενη μέρα εισβάλλουν οι τουρκικές δυνάμεις και επακολουθεί ένα όργιο σφαγών, λεηλασιών και βιασμών κατά των Χριστιανών, Ελλήνων και Αρμενίων. Ο εφιάλτης των Ελλήνων και σύσσωμου του χριστιανικού πληθυσμού της Σμύρνης, που ξεκίνησε στις 27 Αυγούστου 1922, ολοκληρώθηκε το απόγευμα της 31ης Αυγούστου, με τον εμπρησμό της.
Η εφημερίδα “Ελεύθερο Βήμα” στις 12 Σεπτεμβρίου του 1922 αναφέρει χαρακτηριστικά: “Η Σμύρνη ολοκαυτώθη, ο ελληνισμός της εσφάγη. Αι γυναίκες της, αι παρθένοι, εγένοντο θύματα αιματηρής ασελγείας. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος εκρεουργήθη αγρίως. Ίσως την στιγμήν αυτήν, δεν υπάρχειν πλέον τίποτα, σε όλη την μικρασιατικήν παραλίαν, που να ενθυμίζει Ελλάδα και Ελληνισμόν. Το όνειρο έσβησε. Και ίχνη Χριστιανισμού δεν υπάρχουν πλέον καθ’ όλην την Ανατολήν”.
Ο Αμερικανός Πρόξενος Horton, ο οποίος ήταν από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν την πόλη και από τους ελάχιστους που συμπεριφέρθηκαν ανθρώπινα και με κίνδυνο της ζωής του έσωσε κάποιους Έλληνες, είπε για αυτά που έζησε:
“Η διχόνοια ανάμεσα στον δυτικό κόσμο ήταν εκείνη που επέτρεψε στους Τούρκους να σαρώσουν το χριστιανικό πολιτισμό από την οθωμανική αυτοκρατορία, να κάψουν τη Σμύρνη και να σφάξουν τους κατοίκους της μπροστά στα μάτια ενός πανίσχυρου στόλου ευρωπαϊκών και αμερικανικών πλοίων. Ένα από τα δυνατότερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου από τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, γιατί ανήκα στο ανθρώπινο γένος”.
Το όνειρο της «Μεγάλης Ιδέας» κατέληξε σε έναν εφιάλτη χωρίς προηγούμενο για τον Ελληνισμό σε όλη την ιστορική του διαδρομή.
Ο ελληνικός στρατός εκκένωσε τα εδάφη της Μικράς Ασίας ακολουθούμενος από χιλιάδες πρόσφυγες, που άρχισαν να συρρέουν πλέον στην Ελλάδα. Το φθινόπωρο του 1922 είχαν φτάσει περισσότεροι από 900.000 πρόσφυγες, οι περισσότεροι από αυτούς στη Μακεδονία και την κεντρική Ελλάδα, ενώ περίπου 200.000 Έλληνες της Καππαδοκίας, του Πόντου και της νότιας Μικράς Ασίας ήρθαν το 1925 με τη φροντίδα της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής. Ο ακριβής αριθμός των προσφύγων, που συνέρρευσε στην Ελλάδα μέχρι το 1926 δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Χιλιάδες πέθαναν τους πρώτους μήνες της εγκατάστασης. Η απογραφή του 1928 υπολογίζει το σύνολο των προσφύγων σε 1.220.000.
Ο απολογισμός είναι πραγματικά δραματικός και οδυνηρός. Οι απώλειες του στρατού στο διάστημα της εκστρατείας (1919 – 1922) ήταν πολύ βαριές: 19.000 νεκροί στις μάχες και 5.000 από άλλες αιτίες, 18.000 αγνοούμενοι και 45.000 τραυματίες
1.500.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους και ακολούθησαν το δύσβατο δρόμο της προσφυγιάς. Οι εξοντωθέντες και οι αγνοούμενοι υπολογίζονται σε 500.000.
Ο κλήρος διώχθηκε βάναυσα. Από τους 450 κληρικούς της επαρχίας της Σμύρνης, οι 347 βρήκαν φρικτό θάνατο. Περίπου 2.500 εκκλησίες και 3.500 σχολεία μετατράπηκαν σε τζαμιά, στάβλους ή ερείπια. Ο εθνικός σκοπός του Κεμάλ Ατατούρκ, που ήταν η εξόντωση ή ο βίαιος επαναπατρισμός των μειονοτήτων που ζούσαν στη Μικρά Ασία, είχε επιτευχθεί με τη «συμβολή» και των μεγάλων μας συμμάχων.
Η Μικρασιατική Καταστροφή αποτελεί μια μαύρη σελίδα στην ιστορία του ελληνικού έθνους, αλλά και της ανθρωπότητας. Έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων τόσο για τις απερίγραπτες κτηνωδίες και βαρβαρότητες εναντίον των Ρωμιών της Μικράς Ασίας όσο και για την προκλητική «αυτοχειρία» της Ελλάδας, λόγω του εθνικού διχασμού. Σε κρίσιμες στιγμές εθνικής δοκιμασίας, όπως και η σημερινή, η ιστορική μνήμη είναι πολύτιμη. Για να διδασκόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος και ενωμένοι να παίρνουμε αποφάσεις για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας μας, που ενώ την πονάμε όσο κανείς άλλος, συχνά την πληγώνουμε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο…”