Από τον Ιωάννη Παπαλαζάρου
εκπαιδευτικό – συγγραφέα
Ζούμε χρόνους δύσκολους και μήνες οργισμένους κατά την ποιητική έκφραση. Ο κορωνοϊός ή ο COVID-19, όπως αποκαλείται διεθνώς, αναδεικνύεται και αναγνωρίζεται ως η πλέον επικίνδυνη και σοβαρή απειλή κατά της υγείας του πληθυσμού του πλανήτη μας από την είσοδό μας στον 21ο αιώνα.
Κατά του επιδημιολόγους, κάθε 2-3 χρόνια έχουμε την εμφάνιση υπό διάφορες μορφές ιών της γρίπης και κάθε 10-15 χρόνια τη διάδοσή τους υπό μορφήν επιδημιών. Έτσι, με την είσοδο του αιώνα που διανύουμε, γνωρίσαμε την «γρίπη των πουλερικών», με χιλιάδες θύματα κυρίως στην νοτιοανατολική Ασία. Πριν από δεκαριά χρόνια (2008-2009) ενέσκηψε και μας κατατρομοκράτησε η γρίπη τύπου Α΄ (Η1Ν1), η γνωστή και ως «γρίπη των χοίρων». Πριν από τρία χρόνια (2017-2018) εμφανίσθηκε η ύπουλη και θανατηφόρα γρίπη τύπου Β΄, η οποία αντιμετωπίσθηκε, όπως και οι προηγούμενες μορφές της, με αντιβιοτικά και εμβόλια.
Η πιο θανατηφόρα μορφή γρίπης, που απλώθηκε στην Ευρώπη ταχύτατα ως πανδημία και με το δρεπάνι του χάρου στα χέρια της, υπήρξε η γνωστή ως «ισπανική γρίπη», πριν από έναν αιώνα ακριβώς (1918-1919), που άφησε στο διάβα της περί τα 30 εκατομμύρια θύματα.
Εκτός των επιδημιών της γρίπης υπάρχουν και άλλοι αναρίθμητοι και ποικιλώνυμοι λοιμοί που έπληξαν κατά καιρούς τον πλανήτη μας. Πιο γνωστοί έχουν μείνει α) η πανώλη (πανούκλα) με παραφυάδα της την μαύρη πανώλη (μαύρος θάνατος), νόσοι που μεταδίδονται από ψύλλους κυρίως που παρασιτούν σε μολυσμένα ζώα και ποντίκια, και οι οποίες, στα μέσα του 13ου αιώνα μ.Χ., στοίχισαν τη ζωή σε 75 έως 100 εκατομμύρια ανθρώπους σε Ευρώπη και Ασία.
β) η χολέρα, που προκαλείται από μολυσμένα νερά ή τροφές και παραμένει πάντα μια παγκόσμια απειλή κυρίως σε χώρες του λεγόμενου «τρίτου κόσμου».
γ) η νόσος του Έμπολα, με τόπο προέλευσης την Αφρική που προκαλείται από επαφή με αίμα μολυσμένων αγρίων ζώων, πιθήκων, νυχτερίδων κ.ά. Στο Κογκό, στο Σουδάν και σε περιοχές της Δυτικής Αφρικής, από τη 10ετία του ’80 και μετά, άφησε χιλιάδες θυμάτων.
Στον ελλαδικό χώρο, από τον 19ο αιώνα και μετά, έχουμε την εμφάνιση πανώλης, στις αρχές του 1800 στο Ναύπλιο και 2-3 χρόνια αργότερα η επιδημία έπληξε και τη Θεσσαλονίκη, ενώ την ίδια εποχή, στην Κεντρική Ελλάδα, έχουμε επιδημία τύφου. Από το 1810 έως το 1815 η φοβερή πανούκλα εξαπλώνεται με χιλιάδες θύματα στην Κρήτη, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Λαμία και Χίο.
Ενώ σε ευρωπαϊκές χώρες, όπου εμφανίζονται φαινόμενα λοιμών, οργανώνονται λοιμοκαθαρτήρια, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αδιαφορεί εντελώς ή αντιδρά με την παραδοσιακή ανατολίτικη νοοτροπία της.
Ο Φρανσουά Πουκεβίλ, Γάλλος περιηγητής, γιατρός και διπλωμάτης (1770-1838), που επισκέφθηκε και πόλεις της περιοχής μας την Έδεσσα, τη Νάουσα και τα Γιαννιτσά, στις αρχές του 19ου αιώνα βρέθηκε στα Ιωάννινα, προσκεκλημένος από τον Αλή Πασά. Με εντολή του τελευταίου, επισκέφθηκε τη μικρή πόλη Φιλιάτες της Θεσπρωτίας, που απειλούνταν από την πανώλη και προσπάθησε να πείσει τους κατοίκους να εγκαταστήσουν λοιμοκαθαρτήριο στην πόλη τους. Ο τοπικός Ιμάμης τον αντέκρουσε αυστηρά με τον ισχυρισμό, ότι η πανούκλα είναι μία από τις πύλες του παραδείσου και ότι αν το πεπρωμένο (κισμέτ) της πόλης είναι να έρθει η πανούκλα, δεν μπορεί και δεν πρέπει κανένας να την εμποδίσει. Μόνο που δεν λιντσάρανε τον Πουκεβίλ. Μέσα σ’ένα μήνα οι Φιλιάτες των 3.000 κατοίκων ερήμωσαν παντελώς.
Ο Αλή Πασάς, μέσα στο ιδιόρρυθμα και αυτόνομα οργανωμένο κράτος του, ήταν ο μόνος που είχε εγκαταστήσει λοιμοκαθαρτήρια στα Γιάννενα και στα κυριότερα αστικά κέντρα της βόρειας και δυτικής Μακεδονίας.
Πολύ συχνά είχαμε εισαγόμενους λοιμούς από οθωμανικά στρατεύματα, προερχόμενα κυρίως από αφρικανικές χώρες, όπως στην Κρήτη ή στην εισβολή του Ιμπραήμ (1825). Ακόμα και από ευρωπαϊκά συμμαχικά στρατεύματα, κυρίως αγγλογαλλικά, που είχαν στις μονάδες τους στρατό από τις αφρικανικές ή τις ασιατικές τους αποικίες. Έτσι στα 1854, όταν απέκλεισαν οι Αγγλογάλλοι τον Πειραιά, εμφανίστηκε μορφή τύφου που αποδεκάτισε την περιοχή.
Στην περιοχή μας, στα χωριά και στις πόλεις του Νομού μας, από προφορικά διασωθείσες πληροφορίες, είχαμε φαινόμενα επιδημιών κυρίως τύφου, μιας νόσου θανατηφόρου που έχει ως φορείς του ιού της τα ποντίκια και ως μέσα μετάδοσής της τους ψύλλους, τις ψείρες και τα τσιμπούρια. Ο τρόπος και οι συνθήκες διαβίωσης, η συστέγαση με το κοτέτσι και το μαντρί, η άγνοια, η έλλειψη στοιχειωδών μέσων πρόληψης και περίθαλψης, αποτελούσαν το ιδανικό περιβάλλον για να αναπτυχθεί και να μεταδοθεί ο ιός του τύφου.
Στο χωριό μου, στην Τσέγανη (Παλαιός Άγιος Αθανάσιος), στις αρχές της 10ετίας του ’20, είχαμε δεκάδες νεκρών από τύφο. Όπως μου αφηγήθηκε ο φίλος και συντοπίτης μου Δημοσθένης Παπαντωνίου, από μαρτυρίες της μητέρας του, «σε μια μέρα είχανε εφτά κηδείες».
Όπως προαναφέρθηκε, κάποιες επιδημικές νόσοι ήταν κατάλοιπα των συμμαχικών στρατευμάτων που πέρασαν από τον τόπο, ιδιαίτερα των Αγγλογάλλων. Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μονάδες των Αγγλογάλλων και των αποικιακών στρατευμάτων τους στρατοπέδευαν σε χωριά της Σκύδρας, της Καρατζόβας, της Βεγορίτιδας και της Φλώρινας. Οι κίνδυνοι λοιμωδών και αφροδισίων νοσημάτων ήταν υπαρκτός. Γι’αυτόν το λόγο, κατά τη 10ετία 1915-1925, έχουμε κάποια έξαρση αυτών των φαινομένων.
Η μόνη καταγεγραμμένη περίπτωση λοιμώδους νοσήματος της περιοχής είναι αυτή που εκδηλώθηκε στην Τσέγανη (Παλαιό Άγιο Αθανάσιο) και προέρχεται από την εφημερίδα «ΕΔΕΣΣΑ» της 15ης Σεπτεμβρίου 1919. Η λοιμώδης ασθένεια που εμφανίσθηκε και εξαπλώθηκε αρχικά στη Φλώρινα και στη συνέχεια χτύπησε την Τσέγανη, ήταν η οστρακιά, η γνωστή στους παλιότερους ως σκαρλατίνα.
Είναι ασθένεια που οφείλεται σε επικίνδυνο στρεπτόκοκκο, προσβάλλει παιδιά ηλικίας 4-10 χρόνων και μεταδίδεται με υγρά του στόματος και της μύτης. Ο ασθενής παρουσιάζει υψηλό πυρετό, εμετούς, πρήξιμο στο λαιμό, εξανθήματα, σπασμούς και μετά από κωματώδη κατάσταση καταλήγει στο μοιραίο.
Οι Τσεγανιώτες είχαν πολλούς δεσμούς κοινωνικούς και οικονομικούς με τη Φλώρινα και τα χωριά της. Ανήκαν εκκλησιαστικά στη Φλώρινα, κάποιοι εργάζονταν στην περιοχή και όλοι εξυπηρετούνταν από τη λαϊκή του Αμυνταίου, γιατί η Έδεσσα ήταν ακόμα απρόσιτη συγκοινωνιακά για το χωριό. Έτσι ήταν φυσικό ο ιός της οστρακιάς να βρει εύκολα φορείς και να προσβάλει το χωριό. Η εφημερίδα αναφέρει 17 θανάτους παιδιών. Η αλήθεια, σύμφωνα με μαρτυρία της μητέρας μου (ήταν τότε 15 ετών), είναι ότι ακολούθησαν και άλλοι θάνατοι, τριάντα δύο στο σύνολό τους. Την εξιστόρηση των γεγονότων ας αφήσουμε στην εφημερίδα:
Επιδημία εις την Τσέγανην (Εφημερίδα «ΕΔΕΣΣΑ» 15 Σεπτεμβρίου 1919)
«Η κακή αρρώστια, η οστρακιά, η οποία εθέρισε τα παιδάκια και αρκετούς μεγάλους της Φλωρίνης και των χωριών της, εφάνη και εις τον δικόν μας Νομόν.
Εις την Τσέγανην εις διάστημα ενός μηνός απέθαναν 17 παιδάκια. Η Νομαρχία και η Μοιραρχία έσπευσαν αμέσως να λάβουν τα μέτρα τους και να εντοπίσουν το κακόν. Απέκλεισαν δια χωροφυλάκων και στρατιωτών το χωρίον και διέταξαν αυστηράν απολύμανσιν και καθαριότητα.
Εκτός τούτου η Νομαρχία εζήτησε παρά της διευθύνσεως Υγείας Θεσσαλονίκης και της εστάλη αρκετή ποσότης αντιδιφθερικού ορρού, διότι η ασθένεια αυτή εμφανίζεται με επιπλοκάς διφθερίτιδος και αντιμετωπίζεται με την χορήγησιν αντιμηνιγγικού και άλλων φαρμάκων.
Την πορείαν της νόσου εις την Τσέγανην διετάχθη να παρακολουθήση ο Νομίατρος Φλωρίνης κ. Βαλασιάδης. Επίσης θα ληφθούν μέτρα και δια τους σιδηροδρομικώς ταξιδεύοντες εκ του Νομού Φλωρίνης, διότι εις τα γειτονικά μας χωρία η οστρακιά θερίζει απειλούσα να μας έλθη σιδηροδρομικώς».
Η κατάσταση που επικρατούσε στο χωριό ήταν τραγική, απελπιστική. Καταφεύγανε και αναζητούσανε τη σωτηρία στις πιο απίθανες πηγές, σε γριές με μαγικές ικανότητες, σε ματζούνια, σε εκκλησίες και σε μια βρυσούλα 3 χλμ. ανατολικά του χωριού, στην περιοχή Ραντότα, που τη λέγανε «Μπαένα Βόδα» (μαγεμένο νερό) και θεωρούνταν το νεράκι της μαγικό, ιαματικό. Εκεί όμως έπρεπε να πάνε νύχτα για να φέρουν λίγο νεράκι να πιει ο ασθενής της οικογένειας, χωρίς να τους ανταμώσει κανείς και κάθε βράδυ εκτυλίσσονταν, όπως ήταν φυσικό, απίστευτα κωμικοτραγικές σκηνές.
Έχουν περάσει 100 χρόνια από τα γεγονότα και είναι φυσικό να ακούγονται όλα αυτά απόμακρα, απόκοσμα και κάπως αστεία. Είναι όμως συμβάντα που επηρέασαν βαθύτατα την προσωπική, την κοινωνική και οικονομική ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη, όπως την επηρεάζει σήμερα και ο COVID-19 και αξίζουν και την προσοχή μας και τον σεβασμό μας και την υπεύθυνη αντιμετώπιση τους.