Αφ’ ότου ο Αχιλλεύς απεσύρθη μηνύων στη σκηνή του μπροστά στα τείχη της Τροίας και στις επιθέσεις των πολιορκουμένων Τρώων, οι εμφύλιοι πόλεμοι των Ελλήνων απεδείχθησαν ενδημικοί. Ολόκληρη την Ιστορία των αρχαίων Ελλήνων, από τον 6ο μ.Χ. αιώνα μέχρι τον 4ο μ.Χ. διατρέχουν οι εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ ελληνικών πόλεων ή συνασπισμών ελληνικών πόλεων με αποκορύφωμα τον τριακονταετή καταστροφικό Πελοποννησιακό Πόλεμο, που διακόπτονταν μονάχα κάθε τέσσερα χρόνια κατά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων. Αλλά και μέσα στην ίδια πόλη τους οι Έλληνες πολίτες της επιδίδονταν συχνά σε εμφυλίους που ξεπερνούσαν σε αγριότητα όλους τους άλλους. Συνταρακτικά περιγράφει τον εμφύλιο μεταξύ των Κερκυραίων ο Θουκυδίδης στα Κερκυραϊκά του. Φωτεινό, αλλά σύντομο, διάλειμμα στους εμφυλίους των Ελλήνων επέβαλε -με εμφύλιο, όμως- ο ιδιοφυής Βασιλεύς των Μακεδόνων Φίλιππος ο Β΄ και σ’ αυτό το μικρότατο διάλειμμα ο μεγαλοφυής γιος του Βασιλεύς Αλέξανδρος Γ΄ ο Μέγας πρόλαβε να ενώσει την πρώτη Οικουμένη και να την καταυγάσει. Τον θάνατό του διαδέχθηκαν πάλι οι εμφύλιοι στη μεγίστη δυνατή κλίμακα μέχρις ότου επήλθαν οι Ρωμαίοι το 143 μ.Χ.
Την πρώτη Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 από τους Σταυροφόρους διαδέχθηκαν αμείλικτοι εμφύλιοι πόλεμοι, τους οποίους τερμάτισε η δεύτερη Άλωση το 1453 από τους Οθωμανούς. Εξ αιτίας των δυναστικών εμφυλίων, άλλωστε, ο νόμιμος αλλ’ ανάξιος διάδοχος του αυτοκρατορικού θρόνου Αλέξιος Δ΄ Άγγελος Κομνηνός προσκάλεσε στην Πόλη τους Σταυροφόρους και τους έδωσε το πρόσχημα να την δώσουν. Πάλι εξ αιτίας δυναστικών εμφυλίων, ο Αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Β΄ Κομνηνός μετέφερε στην ευρωπαϊκή επικράτειά του εναντίον του εγγονού του Ανδρονίκου Γ΄ τους συμμάχους του Οθωμανούς – κι αυτοί έμειναν εκεί έως ότου κατέλυσαν πλήρως την πατρώα μας Αυτοκρατορία.
Αυτήν την προαιώνια παράδοση των μεταξύ τους εμφυλίων έφεραν, ανεπιγνώτως αλλά ασυγκρατήτως, οι Έλληνες όταν το 1821 σήκωσαν το λάβαρο της ελευθερίας. Και μέσα στον αιματηρότατο πόλεμο της εθνικής ανεξαρτησίας διεξήγαγαν ταυτοχρόνως αιματηρούς εμφυλίους πολέμους μεταξύ τους! Παρόμοιο φαινόμενο – και αντιστοίχως θαύμα – δεν υπάρχει μάλλον στην παγκόσμια Ιστορία.
Οι εμφύλιοι των Ελλήνων με τον εαυτόν τους μέσα στον πόλεμό τους με τους Οθωμανούς υπήρξαν ανηλεείς και συνεχείς σε δύο επίπεδα: α) στο τυπικό που η επίσημη ιστοριογραφία ονομάζει εμφυλίους σε δύο χωριστές περιόδους και β) στο πραγματικό που εκτείνεται σε μέγα βάθος χρόνου μέσα πια στους κόλπους του πρώτου ανεξαρτήτου Κράτους.
Αναμετρήθηκαν πολιτικοί και στρατιωτικοί, τοπικοί και προσωπικοί ανταγωνισμοί, οικονομικές επιδιώξεις και επιδιώξεις Δυτικών, διαφορετικές ιδεοληψίες και κοινωνίες, αυτόχθονες και ετερόχθονες αγωνιστές, πικρίες και πλεονεξίες σχηματίζοντας εναλλασσόμενες διαρκώς ετερόκλητες συμμαχίες σε ένα απίστευτο μα εκρηκτικό μείγμα, με αποτέλεσμα η επικρατούσα διάκριση σε δήθεν σταθερά χωριστά στρατόπεδα, όπως π.χ. κοτζαμπάσηδες – αγωνιστές, αποτελεί στην πραγματικότητα ένα μεθύστερο σχήμα για να «δικαιώνει» ή να «ακυρώνει» μεταγενέστερα ιδεολογήματα παντελώς άγνωστα στους πρωταγωνιστές εκείνου του δράματος και συνάμα του Ιερού Αγώνος. Ανάλογο μείγμα μικρότητος και μεγαλοσύνης παρουσιάζουν κατά κανόνα και οι περισσότεροι Ήρωες του Εικοσιένα επειδή απλούστατα υπήρξαν ανθρώπινοι και ουδέποτε μονοσήμαντοι. Το περίγραμμα των αρετών και των κακιών στο πρόσωπο ενός ήρωα έδωσε, άλλωστε, ο ένδοξος στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης στη γνωστή εμβληματική φράση του «όταν θέλω, γίνομαι διάβολος κι όταν θέλω, άγγελος!».
Ευκαιρία -και χρέος- του Εορτασμού των 200 χρόνων από το 1821 είναι να καταγράψει επιστημονικά τους Εμφυλίους του Αγώνα.
Καταγράφονται παρακάτω σποραδικά μερικές μόνον από τις πολλές αποκαλυπτικές σκηνές του εμφυλίου δράματος.
Τέλη του 1821 στην Πελοπόννησο ανθίστανται ακόμη αποφασιστικά οι Οθωμανοί οχυρωμένοι στην Πάτρα, στο Ναύπλιο και σε άλλα φρούρια, ενώ κινδυνεύει άμεσα η Στερεά, όπου συγκλίνουν από Βορρά ισχυρές οθωμανικές στρατιές οι οποίες μοιραίως θα κατακλύσουν ύστερα και τον Μοριά. Ο Ιω. Κωλέττης διατάζει εκ μέρους της Διοικήσεως τον Θεοδωράκη Κολοκοτρώνη να αποχωρήσει από την πολιορκία της Πάτρας και να αναλάβει τον αγώνα στη Στερεά. Ο Γέρος του Μοριά, ο οποίος, σημειωτέον, ουδέποτε πέρασε το «Αυλάκι» κατά τον Ιερό Αγώνα, αρνείται και απαντά: «Πρέπει πρώτα να σβήσουμε τη φωτιά που είναι μέσα και έπειτα να υπάγης και εις βοήθειαν του γειτόνου σου». Λίγες ημέρες αργότερα, ωστόσο, στις 10 Μαρτίου 1822, ο Γέρος διατάσσει τον γιο του Γενναίο να σπεύσει στην Αιτωλοακαρνανία με 400 παλικάρια επειδή, όπως αναφέρει στη διαταγή του, «γενικόν χρέος μας είναι να τους πολεμήσωμεν παντού και με την βοήθειαν πάλιν του παντοδυνάμου Θεού να σώσωμεν και να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα».
Βέβαια, η διαταγή του Κωλέττη δεν είναι τελείως άδολη. Επιχειρεί να απομακρύνει τον θρυλικό Μοραΐτη από το προνομιακό πεδίο του, ώστε η πολιτική Ελληνική Διοίκησις να αυξήσει εκεί την επιρροή της. Γι’ αυτό ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης παροτρύνει από τη Μάνη τον Γέρο να καταργήσουν de facto τη Διοίκηση οι καπετάνιοι και να αναλάβουν μόνοι τους τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του εχθρού. Αλλά, επειδή οι καπετάνιοι αισθάνονται ήδη εσωτερικό εχθρό την Πολιτική Διοίκηση των Ελλήνων, στις 17 Μαΐου 1822 οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Μάρκος Μπότσαρης, Παναγιώτης Γιατράκος, Αλεξάκης Βλαχόπουλος και Γεώργιος Σισίνης υπογράφουν συμφωνητικό να συμπράξουν πολεμικά κατά των εκλεγμένων πολιτικών της μαχομένης Ελλάδος «αν ήθελε λάβει κανείς εξ ημών καταδρομήν».
Την ίδια χρονική περίοδο στη Στερεά Ελλάδα συμβαίνουν πιο δραματικά γεγονότα. Τη Δυτική Στερεά διοικεί η Γερουσία της και την Ανατολική ο Άρειος Πάγος της, ο οποίος δεν ανέχεται την αυξανομένη επιρροή του Οδυσσέα Ανδρούτσου που έγινε θρύλος μετά την περιφανή νίκη του στο Χάνι της Γραβιάς. Του στέλνει τρεις διαμεσολαβητές και τους τρεις Βλάχους οι οποίοι συνδέονταν στενά με τον Οδυσσέα, γιατί είχαν υπηρετήσει μαζί στην Αυλή του Αλή πασά. Είναι ο επιφανής βεκίλης -αντιπρόσωπος- των Ζαγοροχωρίων Αλέξης Νούτσος, ο χιλίαρχος Χρήστος Παλάσκας και ο Γιάννης Λάππας. Στις 25 Μαΐου 1822 οι άνδρες του Οδυσσέα δολοφονούν τους δύο πρώτους και ο Οδυσσέας σώζει τον τρίτο, αλλά στιγματίζεται. Τότε ο Άρειος Πάγος τον καθαιρεί από την αρχιστρατηγία και τον επικηρύσσει ως ληστή προσφέροντας 5.000 γρόσια για το κεφάλι του και καταγγέλλει ως συνωμότη τον Δημήτριο Υψηλάντη, ενώ κατέρχεται ήδη ο τρομερός Δράμαλης.
Στην Αθήνα οι Αθηναίοι, μόλις καταλαμβάνουν την Ακρόπολη, «διηρέθησαν μετά την κυρίευσιν και κατέτρεχον αλλήλους», σύμφωνα με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Διορίζουν φρούραρχο τον Σπύρο Κτενά που επιβάλλει βαρείς φόρους στους κατοίκους και, όταν οι έφοροι διαμαρτύρονται, δολοφονούνται, ενώ πολλοί προεστοί φυλακίζονται. Τη συνέχεια αφηγείται ο Μακρυγιάννης: «Τότε όλοι οι νοικοκυραίγοι κι’ άλλοι ενώνονται και με στρατήγημα τους πήραν το κάστρο και διώξαν όλους αυτούς και λευτέρωσαν τους φυλακωμένους νοικοκυραίους».
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1822 συνέρχεται αυτοσχέδια συνέλευση των Αθηναίων προκρίτων που καταργεί τον Άρειο Πάγο και ανακηρύσσει αρχιστράτηγο τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Σε αντίθεση τότε ο Άρειος Πάγος αναφέρει: «Εκηρύχθη αρχιστράτηγος πάσης Ανατολικής Ελλάδος και Θεσσαλίας ο εθνοκατάρατος Δυσσέος» και μετά μια εβδομάδα προσθέτει ότι «αι Αθήναι, Θήβαι και Λειβαδεία επάτησαν τον όρκον τους και εποτίσθησαν τα νάματα του Οδυσσέως». Όμως τα Σάλωνα κι άλλα μέρη είναι εναντίον του. Ο Ανδρούτσος ορίζει φρούραρχο στην Ακρόπολη το πρωτοπαλίκαρό του Γιάννη Γκούρα, αλλά εκείνος αργότερα θα φυλακίσει στην Ακρόπολη και, μετά, θα δολοφονήσει τον ευεργέτη του Ανδρούτσο!
Η εθνική τραγωδία μόλις άνοιξε. Επακολουθούν άλλα δράματα. Στο επόμενο.
Ν.Ι.Μέρτζος