Παρουσιάστηκε, την Κυριακή 19 Ιανουαρίου, το βιβλίο με τίτλο «Γέφυρες… στα Αρχαία Ελληνικά» του φιλόλογου Ζήση Κάκου, στη γεμάτη από κόσμο αίθουσα του καφέ «Οδός ονείρων».
Προλόγισε ο Μιχάλης Χάτζιος, πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Φλώρινας, ενώ για το βιβλίο και τον συγγραφέα μίλησαν οι:
π. Ειρηναίος Χατζηεφραιμίδης, καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Στέφανος Πουγαρίδης, φιλολόγος
Άννα Βακάλη, Ειδικό Διδακτικό Προσωπικό Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Ακολουθεί βίντεο, φωτογραφικό υλικό καθώς και η τοποθέτηση του π. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη:
ΓΕΦΥΡΕΣ… ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Αρχιμ. Ειρηναίος Χατζηεφραιμίδης, Καθηγητής ΠΔΜ
Φθάσαμε σήμερα, περίπου σαράντα χρόνια μετά από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, στο σημείο πολλά παιδιά μας να κατέχονται από λεξιπενία και να καταλαβαίνουν λιγότερα ελληνικά˙ να τελούμε υπό ιδιόμορφο καθεστώς «ξενικής γλωσσικής κατοχής» και προπαντός να έχουμε εκχυδαΐσει τη γλώσσα μας.
Να τονίσουμε εδώ –εν παρεκβάσει- ότι, σε πρόσφατη έρευνα που δημοσίευσε ομάδα ειδικών της ΔΙΑΝΟΕΣΙΣ, οι ΄Ελληνες μαθητές «πάτωσαν» στην κυριολεξία. Κατέγραψαν τις χειρότερες επιδόσεις στα στοιχειώδη, όπως στην κατανόηση κειμένου και στους απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς.
Άλλη δε έρευνα της ΑΔΙΠΠΔΕ διαπίστωσε, με στατιστικές μετρήσεις, ότι η πλειονότητα των Ελλήνων εισέρχονται στη δημιουργική φάση της ζωής τους λειτουργικώς αναλφάβητοι. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος δεν γνωρίζει να σκεφτεί και να κρίνει. Ξέρει μόνο να προσλαμβάνει εικόνες. Αποκόπτεται από την πραγματικότητα. Ζη στον τεχνητό κόσμο των εντυπώσεων, αυτόν που του προσφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Παρακάμπτει την κρίση, τη σκέψη, τη σύγκριση, την εγκυρότητα της πληροφορίας που δέχεται, την αξιοπιστία του πληροφοριοδότη. Τέλος, σε πρόσφατη έρευνα της Κομισιόν διαβάζουμε ότι 15άρηδες σε ποσοστό 27,3% δεν ξέρουν να διαβάζουν καλά.
Βέβαια η γλωσσική επάρκεια των μαθητών είναι ανώτερη από εκείνη των προηγούμενων δεκαετιών. Αλλά με την πολλαπλή χρήση του υπολογιστή και των κινητών, η αργκό ως ειδική γλώσσα έχει επιπτώσεις αρνητικές για τη γραφή και την ορθογραφία. Παρά την αύξηση των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, δεν παρατηρείται βελτίωση των μαθητών στη χρήση λογίων λέξεων.
Καλόν είναι να τονίσουμε το ρητό, ότι «οι λέξεις είναι το σώμα της σκέψης». Είναι «ο άρτος ο επιούσιος», κατά τον Κωνσταντίνο Τσιρόπουλο. Αλλά οι λέξεις χάνονται στον τόπο μας και η γλώσσα αιμορραγεί. Μα όταν «η γλώσσα ματώνει, ο λαός πονά», έλεγε ο Σαράντος Καργάκος.
Όμως γι’ αυτόν τον πόνο δεν φταίνε οι ξένοι. Δεν μας φταίει κανένας Λαμασούρ (Ο Λαμασούρ ήταν ο Γάλλος επίτροπος που δεν εισηγήθηκε την κατάταξη της ελληνικής μεταξύ των επισήμων γλωσσών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης). «Κανείς δεν μπορεί να μειώσει την ελληνική, εκτός από τη δική μας αδιαφορία». Η ελληνική δεν κινδυνεύει από τους Ευρωπαίους˙ κινδυνεύει από τους ΄Ελληνες, παρατηρούσε πάλι ο Καργάκος. Εμείς καταντήσαμε αλλεργικοί στο θέμα της γλώσσας. Εμείς, με τη γλωσσική μας παιδεία, αποδείξαμε πως πάσχουμε από σύνδρομο αυτοκαταστροφής.
Τα αίτια της γλωσσικής μας πενίας είναι κοινωνικά. Ευθύνεται πιο πολύ η έκπτωση, η «φτήνεια του ήθους, η ευτέλεια της κοινωνικής συνείδησης, η καταρράκωση των κοινωνικών αξιών και θεσμών», έγραφε προ ετών ο Β. Κύρκου. Είναι παρατηρημένο ότι σε περιόδους που πάσχει το κοινωνικό σώμα, νοσεί και η γλώσσα. Η γλώσσα καταγράφει το κοινωνικό γίγνεσθαι και αντανακλά τις αντιδράσεις της κοινωνίας.
Η παθολογία, λοιπόν, της γλώσσας προϋποθέτει την παθολογία της κοινωνίας. Η γλωσσική μας κακοδαιμονία δεν πρόκειται να θεραπευθεί, αν δεν θεραπεύσουμε την κοινωνική αναπηρία μας.
* * *
Η γραμματεία των αρχαίων Ελλήνων κατείχε τη «μερίδα του λέοντος» στα αναλυτικά προγράμματα της Β΄θμιας εκπαίδευσης από τότε που οργανώθηκαν οι εκπαιδευτικοί θεσμοί στο νεοελληνικό κράτος. Πολύ ορθώς η κλασική γραμματεία θεωρήθηκε ως εθνική μας κληρονομιά και ότι ανταποκρινόταν στη διάπλαση της εθνικής μας φυσιογνωμίας. Αλλά, δυστυχώς, η διδασκαλία της κλασικής γραμματείας, ο τρόπος προσέγγισής της, υπήρξε πεδίο ποικίλης αντιπαράθεσης.
Πολύ εύστοχα έχει γραφεί ότι το ζήτημα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών ήταν αν θα ψάχνουμε για το «κλειδί» που οι περισσότεροι δεν θα μπορούσαν να βρουν για να εισέλθουν στον φωτεινό κόσμο της αρχαίας γραμματείας ή αν θα πάρουμε το «αντικλείδι» ή ένα «φακό» που, όσο και αν παραλλάσσει τον κόσμο εκείνο, επιτρέπει όμως να τον δούμε και να τον βιώσουμε μέσα από τα δικά μας μάτια, χωρίς να αποκλείουμε και όσους βρουν το κλειδί.
Είναι αναμφισβήτητη η ωφέλεια που αποκομίζουμε από την τριβή με την κλασική γραμματεία. Η καλλιέργεια του ήθους, ο εμπλουτισμός της γλώσσας μας, η κατανόηση όρων καθημερινής χρήσης είναι οπωσδήποτε οφέλη ανεκτίμητα. Η γλώσσα που ομιλούμε δεν απέχει πολύ από την αρχαία.
΄Ελεγε χαρακτηριστικά ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης: «Η νέα μας γλώσσα είναι η ίδια η αρχαία, που αδιάκοπα μιλημένη από το ελληνικό έθνος για χιλιάδες χρόνια, από χείλη σε χείλη και από πατέρα σε παιδί, έφτασε ως εμάς». Ο νομπελίστας Γεώργιος Σεφέρης τόνιζε: «Από την εποχή που μίλησε ο ΄Ομηρος ως τα σήμερα μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα». Ο δε έτερος νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης έλεγε για τη χώρα μας: «Είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου», επειδή ακριβώς η ελληνική γλώσσα «μιλιέται επί δυόμισυ χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές».
* * *
Καιρός, πλέον, η αρχαία ελληνική να μη διδάσκεται κατά τον φορμαλιστικό τρόπο του παρελθόντος, που θυσίαζε το πνεύμα και τη γλώσσα στον βωμό των αντικαταστάσεων˙ αλλά κατά τον τρόπο που υπέδειξε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ότι τα αρχαία ελληνικά είναι ο φάρος και όχι το τέρμα. «Ο φάρος οδηγεί εις τον λιμένα, δεν είναι αυτός ο λιμήν». Αν μαθαίνουν τα παιδιά μας αρχαία ελληνικά και αγαπούν το πνεύμα τους, μαθαίνουν καλά τα νέα ελληνικά και κατανοούν πολλές λέξεις της, που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία ελληνική.
Να υιοθετούμε φράσεις «νεωτερικάς» εκεί όπου δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Αλλά όταν υπάρχει το αντίστοιχο, «πολύ ευφωνότερον και κομψότερον εις την γλώσσαν μας», να προτιμούμε το ελληνικό. Αυτός είναι ο χρυσός κανόνας που διετύπωσε ο Παπαδιαμάντης. ΄Η, όπως έγραφε ο Αδαμάντιος Κοραής στον Αλέξανδρο Βασιλείου, «ένας κανόνας είναι να μη βαπτίζωμεν με νέα ονόματα, αν δεν ήμεθα πρότερον βέβαιοι ότι δεν είναι βαπτισμένον το πράγμα με λέξιν Ελληνικήν… Δεύτερος όχι ολιγώτερον αξιόλογος, να προσέχωμεν μήπως το επιτιθέμενον όνομα είναι ήδη όνομα άλλου πράγματος ή μήπως λάβωμεν εις το μετέπειτα χρείαν τούτου του ονόματος δια να βαπτίσωμεν αρμοδιωτέρως και σημαντικωτέρως άλλο πράγμα».
Προπαντός, επειδή η γλώσσα είναι η πράξη, καιρός να θεραπεύσουμε τις κοινωνικές δυσπλασίες μας, διότι αυτές επηρεάζουν και διαμορφώνουν το γλωσσικό μας αίσθημα. Αυτές διαστρεβλώνουν τη γλωσσική καλαισθησία.
Αν θέλουμε να αναμετρηθούμε με την πατρογονική μας κληρονομιά και να μην επαληθεύσουμε τον Αντώνιο Φατσέα, ο οποίος το 1856 έγραφε ότι ο μαθητής δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να ψιττακίζει τη γραμματική, μένοντας στη σπουδή παντοτινό νήπιο˙ αν σκοπεύουμε να αξιοποιήσουμε αυτήν την κληρονομιά, χωρίς πατρογονοπληξία, καιρός να δώσουμε την πρέπουσα αξία στην κλασική γραμματεία για να την χρησιμοποιήσουμε γόνιμα ως εύδρομο πλοίο προκειμένου να φθάσουμε στον εύδιο λιμένα.
Σε αυτόν τον εύδιο λιμένα φιλοδοξεί να μας φθάσει το πόνημα του αγαπητού μας φιλολόγου κ. Ζήση Κάκου, υπό τον τίτλο: «Θεματογραφία αρχαίων ελληνικών – Γέφυρες… Στα αρχαία ελληνικά». Προλογίζοντας το βιβλίο του επισημαίνει την πικρή αλήθεια ότι στην εποχή μας «η κλασική παιδεία βρίσκεται στην… αγχόνη». Τον συγχαίρουμε διότι σε αυτήν την εποχή τολμά να εκδώσει αυτό το χρηστικό εγχειρίδιο. Η τόλμη του πηγάζει από την αγάπη του για τα αρχαία, από το συνέπαρμά του να παίζει με τις λέξεις, αλλά και από την πολυετή τριβή του με τα κλασικά κείμενα που η αποθησαυρισμένη γλώσσα τους συγγενεύει τόσο πολύ με τη νέα ελληνική. Πολύ, μάλιστα, μου αρέσει που επέλεξε κείμενα από τον Ξενοφώντα, πολύ αγαπητό μας συγγραφέα των μαθητικών μας χρόνων.
Εύχομαι αυτό το βιβλίο, με την πρωτότυπη μέθοδο που ακολουθεί, να γεφυρώσει πολλές αντιγνωμίες και να μας οδηγήσει στην αντίπερα γόνιμη όχθη των αρχαίων ελληνικών˙ για να αποδείξει περίτρανα ότι η γλώσσα παρομοιάζεται με το συνεχές ρεύμα του ποταμού όπου επικάθισε πάγος. Ο πάγος δεν εμποδίζει το ποτάμι να κυλάει τα νερά του. Κάτω από την παγωμένη επιφάνειά του ο ποταμός ανανεώνεται αδιάκοπα. Η γλώσσα δεν παγώνει, δεν μένει στατική. «Η γλώσσα δεν είναι κάτι κρυσταλλωμένο ή κοκκαλωμένο για πάντα. Είναι ζωή και εξέλιξη», όπως έγραφε ο Χ. Τσολάκης.΄Οσοι, λοιπόν, άποροι, μη ευρίσκοντες πόρον, πέρασμα, για να περάσουν απέναντι, ας ακολουθήσουν τις ασφαλείς γέφυρες που παρέχει το βιβλίο του κ. Ζήση.