Σ. Ηλιάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Ιστορίας, πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Επειδή το τελωνείο Λαιμού είναι πλέον μια πραγματικότητα, θεωρώ πως είναι καιρός, μια και η αλήθεια έχει πολλές πλευρές, να εστιάσουμε στις διαφαινόμενες θετικές για την περιοχή της Πρέσπας συνέπειες, οι οποίες μπορεί να προκύψουν από την διάνοιξη της διάβασης και του τελωνείου, με την επισήμανση πως θα ξεκινήσω από το επιστημονικό πεδίο που κατέχω καλύτερα από κάθε άλλο, αυτό της ιστορίας.
Στο σημείο αυτό οφείλω να τονίσω ότι «δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας» γιατί οι περιηγητές του 19ου αιώνα είχαν αναφερθεί στην ιδιαίτερη σημασία των λιμνών της περιοχής για την επικοινωνία των ανθρώπων (Leake, W. Travels in Northon Greece. London 1835, Pouqueville, Francois Charles Hugues Laurent.Voyage dans la Grece. Paris : Chez Firmin Didot, Pere et Fils,1820), Εξάλλου, όπως διαπίστωσα σήμερα, στο πλαίσιο μιας ιστορικού χαρακτήρα ενημέρωσης που μου έγινε από τους αρμόδιους, η συνοριακή διάβαση του Λαιμού λειτουργούσε από το 1959 μέχρι το 1967, με βάση την «Ελληνογιουγκοσλαβική συμφωνία περί μεθοριακής επικοινωνίας» που συμφωνήθηκε από τις δύο κυβερνήσεις και κυρώθηκε με μεγάλη πλειοψηφία από την Ελληνική βουλή στις 17.9.1959 (ΦΕΚ. Α’ 241/8-11-1959). Ο κύριος σκοπός της ήταν να δοθεί η δυνατότητα στους κατοίκους να συνεχίσουν να καλλιεργούν τα χωράφια τους και εν γένει να ενισχυθεί η οικονομική δραστηριότητα στην παραμεθόριο. Η διάβαση λειτουργούσε υπό ιδιότυπο καθεστώς. Επιτρεπόταν δηλαδή η εισαγωγή και πώληση συγκεκριμένων προϊόντων σε περιορισμένες ποσότητες, η ελεύθερη άσκηση του ιατρικού και κτηνιατρικού επαγγέλματος καθώς και βεβαίως η καλλιέργεια κτημάτων στην άλλη πλευρά των συνόρων. Το καθεστώς αυτό παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1967, οπότε, καταργήθηκε με πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς.
Με βάση λοιπόν όσα προαναφερθήκαν θα επανέλθω στις τεράστιες δυνατότητες της Πρέσπας να αποτελέσει άξονα συνεργασίας και πόλο τουριστικής ανάπτυξης των περιοχών γύρω από τις λίμνες, Μικρή Πρέσπα, Μεγάλη Πρέσπα, Όσιος Ναούμ και Αχρίδα, ένθεν κακείθεν της γραμμής των συνόρων και θα διαμορφώσω μια ολοκληρωμένη πρόταση, σε αυτό το πλαίσιο. Στην συγκεκριμένη επιχειρηματολογία μου θα εστιάσω στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, στην διάρκεια της οποίας διαμορφώθηκαν οι συνθήκες μιας ορθόδοξης πολιτισμικής όσμωσης στην συγκεκριμένη περιοχή και θα δείξω πως είναι εφικτή η ανάληψη οργάνωσης τουριστικών διαδρομών, γύρω από τις λίμνες. Με την επιφύλαξη πως η ελληνική μεριά, θα μπορέσει να φιλοξενήσει, πρώτιστα εντός των ελληνικών συνόρων, τους τουρίστες και να αναλάβει μια στρατηγική διαδρομών τους προς τα κομμάτια της Μεγάλης Πρέσπας και της λίμνης της Αχρίδας, που βρίσκονται εκτός.
Εκκινώ λοιπόν από τις δυνατότητες που παρέχονται, στο πλαίσιο μιας οργανωμένης εκδρομής, πιθανότατα με χιλιάδες τουρίστες, σε ετήσια βάση, να επισκέπτονται τα βυζαντινά μνημεία της ελληνικής Πρέσπας, την πρώτη μέρα και να περιηγούνται, την δεύτερη μέρα, με νέο σημείο εκκίνησης τον Λαιμό και το νεοσυσταθέν πέρασμα-τελωνείο, τα μνημεία της πλευράς των Σκοπίων. Πρώτα από όλα, αξίζει να αναληφθεί πρωτοβουλία για μια επίσκεψη, την επόμενη ημέρα, η οποία, ακολουθώντας τις όχθες της Πρέσπας, θα οδηγεί στην μονή του Οσίου Ναούμ, που βρίσκεται στην επικράτεια των Σκοπίων. Η μονή είχε συσταθεί από τον μαθητή του Κύριλλου και του Μεθόδιου, τον 9ο αιώνα μ.Χ., τον όσιο Ναούμ. Την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε, η μονή είχε γίνει έδρα βυζαντινών γραμμάτων και πολιτισμού, κάτι που είχε συμβεί πολύ πριν ιδρυθεί επίσημα από τον Βασίλειο τον Μακεδόνα (Βουλγαροκτόνο), το 1018 μ. Χ., η Αρχιεπισκοπή Πρεσπών και Αχριδών.
Η Αρχιεπισκοπή Πρεσπών και Αχριδών ήταν από τον 11ο αιώνα και ως το 1767, οπότε και καταργήθηκε από το Πατριαρχείο, έδρα του Αρχιεπισκόπου Πρεσπών και Αχριδών. Ο Πρεσπών και Αχριδών διοριζόταν από Σύνοδο Ιεραρχών που ανήκαν στο πνευματικό κλίμα του Οικουμενικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως και ήταν φορείς ελληνικής παιδείας. Πολλοί εκ των Αρχιεπισκόπων αυτών διέπρεψαν στα ελληνικά γράμματα, όπως ο Ιωάσαφ και ο Ζωσιμάς Αχριδών.
Η ιστορική σύνδεση της Αχρίδας με την εντός των ελληνικών συνόρων Πρέσπα, συνέβη μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και έχει ως συνδετικό κρίκο τον «αποστάτη», κατά τον ιστορικό Μαλιγκούδη, ή τον «Βούλγαρο» τσάρο Σαμουήλ κατά τους Vasiliev και Ostrogorsky. Συγκεκριμένα, η βασιλική του Αγίου Αχιλλείου στο νησάκι της ελληνικής μεριάς, εκεί που χρόνια τώρα αναβιώνει τον Αύγουστο ο θεσμός των «Πρεσπείων», είχε συσταθεί από τον Σαμουήλ, πολέμιο του θρόνου της Κωνσταντινούπολης, ένα ορθόδοξο θρησκευτικό κέντρο, κατά τα βυζαντινά πρότυπα, με απεικόνιση, που αποκάλυψε η ανασκαφή του αείμνηστου Καθηγητή του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης, Νικόλαου Μουτσόπουλου, της έδρας της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος και των επί μέρους επισκοπικών θρόνων που υπάγονταν σε αυτήν. Ταξιδεύοντας τώρα δια της διαδρομής των λιμνών, στην σημερινή πόλη της Αχρίδας στην σκοπιανή πλευρά, έρχεται κάποιος σε επαφή με το Φρούριο του Σαμουήλ, που αυτοαναγορεύτηκε σε τσάρο την περίοδο 976 – 1014, οπότε έκτισε εκεί και το φρούριό του.
Στις αρχές του 11ου αιώνα χρονολογείται ακόμα μέσα στην πόλη της Αχρίδας η βυζαντινή Μητρόπολη της Αγίας Σοφίας (1035), με τις υπέροχες τοιχογραφίες του 11ου, 12ου και 13ου αιώνα, πρότυπο της οποίας ήταν η Αγία Σοφία της Κωνσταντινουπόλεως. Η Μητρόπολη περιλαμβάνει, εκτός από τις ελληνικές επιγραφές, σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, όπως την πομπή των Αγγέλων που υποκλίνονται μπροστά στην Παρθένο Μαρία, τις εικόνες των Πατριαρχών, των Αρχιεπισκόπων και των Παπών, αλλά και την τοιχογραφία των τεσσαράκοντα Ρωμαίων μαρτύρων.
Πέρα όμως από τις πολιτισμικές συγκλίσεις, υπάρχουν και γεωγραφικές διαδρομές συγκλίνουσες, ανάμεσα στις περιοχές των λιμνών. Ειδικότερα, στην περιοχή της μονής του όσιου Ναούμ, οι σαρανταπέντε πηγές του ποταμού Ντριμ, ακολουθώντας υπόγειες διαδρομές, πέρα από τα σύνορα, τροφοδοτούνται από τη Λίμνη Πρέσπα, για να καταλήξουν σε μια τεράστια λεκάνη, που χύνεται στη λίμνη Αχρίδα.
Κλείνοντας, θέλω να επισημάνω πως η δημιουργία αυτών των διαδρομών είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά και ευκταία. Γιατί οπωσδήποτε, δεν αρκεί οι κάτοικοι της Πρέσπας να θέλουν όλοι να συστήσουν το Τελωνείο με την γείτονα, κάτι που όπως το διασταύρωσα είχε ξεκινήσει δύο χρόνια κιόλας πριν από την συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ (Αίτημα Δήμου Πρεσπών προς Αγγελική Γωγάκου, Προϊσταμένη Τελωνειακής Περιφέρειας Θεσσαλονίκης 548/ 12 Μαρτίου 2018). Εικάζω πως η βούλησή τους είναι ορθή, κάτι που άλλωστε δεν το αμφισβήτησα ποτέ ως οπτική γωνία των κατοίκων μιας περιοχής, που αναπτύσσεται ραγδαία, όπως η Πρέσπα. Μιας περιοχής φορτισμένης από τα μηνύματα της ιστορίας. Συμμερίζομαι εξάλλου και το βασικότερο επιχείρημά τους, που δεν είναι άλλο από την πεποίθησή τους ότι από αυτή την εξέλιξη διευκολύνεται η οικονομία τους, ανορθώνεται μέσα από το τουριστικό ρεύμα που είναι πιθανόν να προκύψει το βιοτικό τους επίπεδο και μπαίνουν οι βάσεις για την επικοινωνία των δύο χωρών, άρα και για την αμοιβαία ωφέλεια. Επιβάλλεται επομένως να παραδεχτούμε πως σκοπός της διάνοιξης της διασυνοριακής διάβασης και του τελωνείου είναι η ανάδειξη της διασυνοριακής περιοχής των Πρεσπών ως αυτόνομου τουριστικού προορισμού, διεθνούς σημασίας.
Επομένως, για να εκπληρωθούν όλα αυτά, είναι αναγκαίο οι κάτοικοι της περιοχής της Πρέσπας να εκπονούν, με την βοήθεια ειδικών, προγράμματα τουριστικών επισκέψεων που θα προσελκύουν τους ξένους και θα αξιοποιούν την κοινή ορθόδοξη πολιτισμική παράδοση της ευρύτερης περιοχής.
Προς την κατεύθυνση αυτή επιθυμεί να συμβάλλει η παρούσα πρόταση.