Μετά την γερμανική εισβολή, ο βουλγάρικος στρατός έφτασε μέχρι το Μοναστήρι. Ο βούλγαρος Μέραρχος Μαρίνωφ έστειλε τον Βλαντένωφ στην Φλώρινα, ως σύνδεσμος αξιωματικό. Η βουλγάρικη προπαγάνδα είχε αρχίσει από τις πρώτες ημέρες της γερμανικής Κατοχής. Οι φήμες ήταν πολλές που τρόμαζαν τους Έλληνες. Φράσεις όπως «ο βουλγάρικος στρατός έρχεται στην Φλώρινα» ακούγονταν συχνά από τους Βουλγαρίζοντες της Φλώρινας. Οι Φλωρινιώτες είχαν τρομοκρατηθεί. Η μόνη ελπίδα τους ήταν ο άξιος Δήμαρχος Νικόλαος Χάσος, ιατρός, που από τις πρώτες ημέρες, αφού έγινε αποδεκτός από τις γερμανικές αρχές Κατοχής, οργάνωσε συσσίτια, αλλά και αντίσταση στις βουλγάρικες δραστηριότητες στην πόλη της Φλώρινας.
Και ενώ ο Δήμαρχος ήταν μόνος και δεχόταν επιθέσεις από παντού, οι γερμανικές αρχές επέτρεψαν να λειτουργήσει η Νομαρχία και η Χωροφυλακή. Υπήρχε σχετική ηρεμία μέχρι τον Αύγουστο του 1941, που έκανε την εμφάνισή του ο υπολοχαγός του βουλγάρικου στρατού Άντον Κάλτσεφ, αρχηγός της ανθελληνικής προπαγάνδας στην Δυτική Μακεδονία. Με το σύνθημα «κάντε σώβρακα τις ελληνικές σημαίες» έφερε αναστάτωση και πολλοί βουλγαρόφρονες, απογοητευμένοι από την πολιτική του Νομάρχη Τσαχτσήρα, της κυβερνήσεως του Μεταξά, ακολούθησαν πιστά τον Κάλτσεφ. Αυτοί ήταν που κρέμασαν βουλγάρικες σημαίες έξω από τα σπίτια τους, προκαλώντας την αγανάκτηση των ελλήνων Φλωρινιωτών. Δεν τολμούσαν όμως να υψώσουν τις ελληνικές σημαίες έξω από τα σπίτια τους εξ αιτίας του φόβου. Εξ άλλου οι σημαίες θα έβγαιναν από τα σεντούκια τους την ημέρα του θριάμβου και της απελευθέρωσης.
Εκεί στο τέρμα του Νέου Δρόμου, προς την Βίγλα, όλη η περιοχή ήταν λιβάδια και χωράφια που φύτευαν καπνά, και από την πάνω μεριά αμπέλια. Εκεί όπου σήμερα το σπίτι του Βλάχου ήταν ο χώρος, όπου έπαιζαν τα παιδιά των προσφυγικών συνοικισμών. Υπήρχε μια καλύβα, όπου τα μέλη της ομάδας των παιδιών περνούσε τις ώρες τους. Εκεί άναβαν και την φωτιά τους την παραμονή των Χριστουγέννων. Ήταν η Αβράμικη γειτονιά, και πήρε αυτό το όνομα από τον Αβραάμ Σακαλή, που ήταν αρχηγός των παιδιών. Ήταν μια ομάδα καλά οργανωμένη, με αρχηγό και άλλους βαθμοφόρους και πειθαρχημένα μέλη. Ήταν μια ομάδα από τις πολλές που είχε η πόλη.
Αρχηγός ήταν ο Αβραάμ Σακαλής και οι υπόλοιποι ήταν: Σουμελίδης Στέφανος, Χρυσοχοΐδης Χαράλαμπος, Αβραμίδης Στέλιος, Φωτειάδης Ιωάννης, Τιριακίδης Κοσμάς, Ξενοφών Αγγελίδης, Βασίλης Αγγελίδης, Παυλίδης Θεοχάρης, Εφραιμίδης Γιάννης, Ευφραιμίδης Μηνάς, Σουμελίδης Μίμης, Τάκος Σιέμπης κ.α.
Από τον πρώτο χρόνο της γερμανικής Κατοχής, το 1941, τα παιδιά την Αβράμικης γειτονιάς άρχισαν να κάνουν έπαρση της σημαίας. Είχαν πελεκίσει ένα ίσιο λευκάδι στην περιοχή του Αγίου Νικολάου. Το κορμό αυτόν τον μετάφεραν και τον έστησαν στην καλύβα και έγινε ιστός της σημαίας. Κυμάτιζε η γαλανόλευκη και φαινόταν από μακριά. Κάθε πρωί ένα άγημα παιδιών με ξύλινα όπλα και μια αληθινή σάλπιγγα, και με σαλπιγκτή τον Χαράλαμπο Χρυσοχοΐδη και καμιά φορά τον Στέλιο Αβραμίδη, έκαναν την έπαρση, και το βράδυ την υποστολή της σημαίας. Μάλιστα και κάποιοι γερμανοί στρατιώτες που έκαμναν βόλτα στον Νέο Δρόμο, κατά την υποστολή της σημαίας και ακούγοντας την σάλπιγγα στάθηκαν σε θέση προσοχής. Οι Γερμανοί δεν πολύ νοιάζονταν για την ελληνική σημαία. Αυτός που ήταν πολέμιος ήταν ο βούλγαρος υπολοχαγός Αντον Κάλτσεφ, σύνδεσμος του βουλγάρικου στρατού στην Φλώρινα. Αυτός παρακινούσε έναν βουλγαρόφρονα, που είχε ένα κτήμα πιο πάνω από την καλύβα των παιδιών και πήγε αρκετές φορές και κατέβασε μια βία την σημαία των παιδιών. Τα παιδιά όμως δεν πτοήθηκαν και συνέχισαν να υψώνουν την ελληνική σημαία μέχρι το τέλος της γερμανικής Κατοχής.
Με προτροπή του Δημάρχου Νικολάου Χάσου και του Νομάρχη Κωνσταντίνου Μπόνη, η ομάδα των παιδιών στο Βαρόσι και στο Γιάζι σήκωσαν την ελληνική σημαία σε ένα δένδρο στην πλαγιά του βουνού στα Βραχάκια (Μπουφκαμέν). Τα παιδιά αυτά ήταν ο Θωμάς Μούλης, ο Λάζαρος Μέλλιος, ο Ευάγγελος Λιάκος και άλλα είκοσι έως τριάντα παιδιά της γειτονιάς. Είχαν και ένα καταστραμμένο ιταλικό όπλο, χωρίς το κινητό ουραίο, και παρουσίαζαν όπλα, ξύλινα και αληθινά, κατά την έπαρση και υποστολή της ελληνικής σημαίας. Η σημαία φαινόταν από όλα τα σημεία της πόλης, καθώς τα σπίτια ήταν χαμηλά. Κάθε πρωί τα παιδιά του Βαροσίου πήγαιναν, ως άγημα με ξύλινα όπλα και έκαμναν την έπαρση της σημαίας τραγουδώντας ζωηρά τον Εθνικό Ύμνο. Το ίδιο άγημα, κάθε βράδυ έκαμνε την υποστολή της σημαίας. Αυτό όμως κράτησε μόνο μερικούς μήνες. Τα παιδιά του Γιάζι και Βαροσίου έκαμναν έπαρση και υποστολή της σημαίας του πρώτους μήνες του 1942. Έδωσαν και αυτά το εθνικό τους παρόν στις δύσκολες ημέρες της γερμανικής Κατοχής. Και σταμάτησαν, επειδή απειλήθηκαν από τον Κάλτσεφ και από το γερμανικό Φρουραρχείο.
Η έπαρση και η υποστολή της ελληνικής σημαίας επεκτάθηκε και σε άλλες γειτονιές, αλλά για μικρό χρονικό διάστημα, καθώς οι απειλές και ο φόβος ήταν συνυφασμένες με την καθημερινότητα κατά την γερμανική Κατοχή. Όμως το μήνυμα δόθηκε και στους Γερμανούς και στους Βούλγαρους.
Τα παιδιά της Φλώρινας τίμησαν την ελληνική σημαία κατά την γερμανική Κατοχή. Τότε που όλα ήταν δύσκολα και επίφοβα. Τα παιδιά αυτά μπήκαν στο παιχνίδι των μεγάλων έχοντας άγνοια των κινδύνων που διέτρεχαν. Είχαν όμως και φιλοπατρία μέσα τους, που τους έδινε θάρρος τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Δυστυχώς σήμερα πολλοί νέοι Έλληνες και αλλοδαποί καίνε την ελληνική σημαία για να προσβάλουν το ιερό εθνικό σύμβολο των Ελλήνων.
Δημήτρης Μεκάσης