Η ιταλική φρουρά του Πισοδερίου (1942 – 1943)
Στις 9 Απριλίου του 1941 εισέβαλαν τα γερμανικά στρατεύματα από τον κάμπο της Φλώρινας. Ο όγκος του στρατού τους στράφηκε προς την στενωπό του Κλειδίου, όπου ήταν οχυρωμένοι οι Βρετανοί, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί και λίγοι Έλληνες. Μερικές μοτοσυκλέτες πήραν τον δρόμο προς την Βίγλα, όπου ήταν ο ελληνικός στρατός, ο οποίος τους αναχαίτισε. Οι Γερμανοί σφυροκόπησαν την Βίγλα με το πυροβολικό τους. Τα πυροβόλα τα είχαν τοποθετήσει στον δρόμο προς την Καλογερίτσα. Μετά από πολλές προσπάθειες έφτασαν μέχρι την Βίγλα και το Πισοδέρι. Ο ελληνικός στρατός συνθηκολόγησε. Ο πόλεμος στην Αλβανία είχε τελειώσει. Ο νομός Φλώρινας πέρασε στην γερμανική ζώνη.
Την άνοιξη του 1942, το Πισοδέρι και η Πρέσπα πέρασαν στην ιταλική ζώνη, με έδρα την Καστοριά. Πιο πέρα στην Βίγλα είχε στρατοπεδεύσει μια μονάδα του γερμανικού στρατού. Οι περισσότεροι στρατιώτες αυτής της μονάδος ήταν Αρμένιοι, συνεργάτες των Γερμανών. Πιο κάτω στην Μικρή Βίγλα, που απέχει 16 χιλιόμετρα από την Φλώρινα υπήρχε φυλάκιο του γερμανικού στρατού. Και τέλος η Φλώρινα με τα χωριά της ήταν στην γερμανική ζώνη.
Την άνοιξη του 1942, ένα τάγμα του ιταλικού στρατού με κακές προθέσεις έφτασε στο Πισοδέρι. Ο πρόεδρος του χωριού, Πέτρος Χασόπουλος, που είχε ειδοποιηθεί για τις άγριες διαθέσεις των Ιταλών, συγκέντρωσε όλους όσους έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο και άρχισαν να τραγουδάνε καντάδες κατά την είσοδο του ιταλικού στρατού. Οι Ιταλοί δεν κατέστρεψαν το χωριό, ούτε σκότωσαν κανένα. Αντίθετα άρχισαν και αυτοί να φέρονται φιλικά. Το ιταλικό τάγμα έφτασε μέχρι τα Άλωνα, όπου διανυκτέρευσε και γύρισε πάλι πίσω. Ο ιταλικός στρατός απεχώρησε και άφησε στο Πισοδέρι μερικούς στρατοχωροφύλακες, τους καραμπινιέρους. Αυτοί δεν ήταν περισσότεροι από δέκα και εγκαταστάθηκαν στο σχολείου του χωριού.
Το διοικητήριο των καραμπινιέρων ήταν στο διπλανό χωριό, το Ανταρτικό, όπου έμενε ο Μπριγαντέρης, δηλαδή ο διοικητής των στρατοχωροφυλάκων, που ήταν γνωστός με το όνομα Πέτρο. Η κεντρική διοίκηση ήταν στην Καστοριά, όπου ήταν και το γραφείο πληροφοριών, δηλαδή το 2ο γραφείο με διευθυντή τον Τζιοβάνι Ραβάλι, τον φοβερό αυτόν φασίστα που τον έτρεμε όλη η περιοχή. Ο Ραβάλι ήταν έφεδρος υπολοχαγός και μέλος του Φασιστικού Κόμματος Ιταλίας. Οι καραμπινιέροι του Πισοδερίου ήταν φιλικοί προς τους Πισοδερίτες, όχι επειδή ήθελαν να κάνουν προπαγάνδα, αλλά επειδή ήταν δημοκρατικοί. Κανείς από το Πισοδέρι δεν προσχώρησε το Πριγκιπάτο της Πίνδου, του Αλκιβιάδη Διαμαντή, ούτε στην Λεγεώνα. Αντίθετα οι Πισοδερίτες εντάχτηκαν στην ελληνική εθνική αντίσταση και συγκεκριμένα στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ.
Οι καραμπινιέροι βοήθησαν τους Πισοδερίτες πολλές φορές. Όταν ο Ραβάλι έδωσε την διαταγή να συλληφθούν δυο επιφανείς Πισοδερίτες, με την κατηγορία ότι ήταν πράκτορες των Βρετανών, τότε ένας ιταλός καραμπινιέρος πήγε στο σπίτι τους και τους ειδοποίησε να φύγουν νύχτα στην Φλώρινα, όπου ήταν ασφαλείς στην γερμανική ζώνη. Έφυγαν και γλύτωσαν.
Αν και οι καραμπινιέροι γνώριζαν τα πάντα για τους Πισοδερίτες και την αντιστασιακή τους δράση, δεν συνέλαβαν κανέναν ούτε μέλη των οικογενειών τους για να τα στείλουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γνώριζαν επίσης τον καθοδηγητή του ΕΑΜ Πισοδερίου, αλλά δεν το συνέλαβαν, επειδή ήταν φίλος του Μπριγαντιέρου Πέτρου. Στο σπίτι του έτρωγαν και έπιναν σαν καλοί φίλοι. Οι Ιταλοί ήταν φιλικοί προς όλους, και μάλιστα μπορεί κανείς να τους χαρακτηρίσει και ερωτιάρηδες. Φέρονταν πάντα ευγενικά στο ασθενές φύλο.
Στις γιορτές μάλιστα διοργάνωναν χοροεσπερίδες. Ο Γιώργος Παπαστεργίου έπαιζε κιθάρα, ο Πέτρος Χασόπουλος μαντολίνο, ο Αλέκος Χάσος ακορντεόν και ο Φιλοκράτης Κόκος (Κάτης) φλάουτο. Οι χοροεσπερίδες γίνονταν στην μεγάλη αίθουσα του πάνω ορόφου του σχολείου. Το τραγούδι «Mamma son tanto felice» ήταν το αγαπημένο τραγούδι των καραμπινιέρων, που το άκουγαν συχνά από το γραμμόφωνο. Και το αγαπημένο τραγούδι των Πισοδεριτών ήταν «Βρες αν μπορείς τι σου έφερ’ απόψε…» που με αυτό έκλεινε η χοροεσπερίδα, και στο τέλος του τραγουδιού φώναζαν όλοι δυνατά «ψωμί τυρί». Και το ιταλικό τραγούδι και το ελληνικό ήταν τραγούδια που τραγουδήθηκαν πολύ κατά την γερμανική Κατοχή.
Οι καραμπινιέροι έβαλαν τάξη στο χωριό και μάλιστα έκαναν και ένα λουτρό στο σχολείο, όπου έκαμναν μπάνιο και οι Πισοδερίτες, κάθε Σάββατο. Το πρωί οι άνδρες και το απόγευμα οι γυναίκες και τα παιδιά. Υποχρέωσή τους ήταν να φέρνουν μια αγκαλιά καυσόξυλα κάθε άτομο για να ζεστάνουν το νερό.
Πριν από κάθε χοροεσπερίδα ετοίμαζαν όλοι μαζί κουραμπιέδες και ποτά, κυρίως τσίπουρο και κρασί. Αλλά και στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδος συμμετείχαν και γλεντούσαν και αυτοί με αρνιά στις σούβλες. Είχαν και μάγειρα, που μαγείρευε κάθε ημέρα και όταν περίσσευε το φαγητό, το μοίραζε στους πιο φτωχούς.
Οι Πισοδερίτες απορούσαν πως μπορούσαν οι Ιταλοί και έτρωγαν πηχτό αίμα ζώων, αφού το τηγάνιζαν. Επίσης απορούσαν πως έτρωγαν σαύρες. Οι καραμπινιέροι, με λαστιχάκια κυνηγούσαν τις σαύρες του χωριού και είχε διαδοθεί ότι τις έτρωγαν.
Μετά την πτώση του Μουσολίνι και την συνθηκολόγηση, οι Ιταλοί του Πισοδερίου άρχισαν να φεύγουν. Ήταν το Φθινόπωρο, του 1943. Σκοπός ήταν να φθάσουν ζωντανοί στην Ιταλία. Έφυγαν θλιμμένοι. Ένα περιστατικό κατά την υποχώρηση φανερώνει, ότι δεν τους είχε μείνει καθόλου περηφάνια. Μια γριά γυναίκα από το Πισοδέρι, σταμάτησε ένα Ιταλό στρατιώτη και του ζήτησε να κατέβει από το άλογο και να της το παραδώσει. Ο Ιταλός το παρέδωσε με ευγένεια, επειδή όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν το χωριό της είχαν επιτάξει ένα δικό της άλογο.
Και μια παράξενη ιστορία με τον Μπριγαντιέρο Πέτρο, ο οποίος δεν ακολούθησε τους Ιταλούς, αλλά με την βοήθεια κάποιων Πισοδεριτών κρύφτηκε στο χωριό. Και όπως ισχυρίζονταν κάποιοι, οι Πισοδερίτες ήρθαν μυστικά σε επαφή με τον Κωνσταντίνο Μπόνη, Νομάρχη Φλώρινας, ο οποίος βοήθησε τον Πέτρο να φύγει με πλαστή ταυτότητα στην Θεσσαλονίκη, όπου χάθηκαν τα ίχνη του. Ο Πέτρο δεν γύρισε στην Ιταλία, και παρέμεινε αγνοούμενος.
Τον Ιανουάριο του 1944, ένα τάγμα του βουλγαρικού στρατού έφτασε στο Πισοδέρι με σκοπό να καταδιώξει του αντάρτες του ΕΛΑΣ. Οι Βούλγαροι στεγάστηκαν σε όλα τα σπίτια του χωριού και έφεραν μεγάλη αναστάτωση. Μετά από λίγες ημέρες έφυγαν και το Πισοδέρι ξαναβρήκε τους ρυθμούς του.
Έφυγαν οι Ιταλοί και οι ωραίες ημέρες για το Πισοδέρι χάθηκαν. Ο πόλεμος τελείωνε και ο γερμανικός στρατός υποχωρούσε. Τα Πισοδέρι ήταν πάνω στον δρόμο, από όπου περνούσε ο γερμανικός στρατός. Όταν περνούσαν οι φάλαγγες οι στρατιώτες έριχναν μερικές ριπές στα σπίτια. Τυφλά χτυπήματα, όμως με νεκρούς και τραυματίες. Το ΕΑΜ ειδοποίησε τους Πισοδερίτες να εγκαταλείψουν το χωριό. Οι Πισοδερίτες, που έμεναν πάνω από τον δρόμο έφυγαν στα λιβάδια της Κουσάγιας, που είναι κοντά στην Αγία Τριάδα. Εκεί έκαναν καλύβες στις αρχές του καλοκαιριού του 1944. Έμειναν στις καλύβες τρεις μήνες. Μόνο οι υπερήλικες έμειναν στο χωριό. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ πήγαιναν στην Κουσάγια και συναντούσαν το ΕΑΜ Πισοδερίου. Οι αντάρτες ήθελαν να χτυπήσουν τις γερμανικές φάλαγγες, ενώ οι Πισοδερίτες δεν συμφωνούσαν για να μην κάψουν οι Γερμανοί το χωριό τους. Και όταν έπιασε το κρύο οι Πισοδερίτες έφυγαν από την Κουσάγια και πήγαν στο Άγιο Γερμανό και άλλα χωριά της Πρέσπας. Όσοι έμεναν κάτω από τον δρόμο έφυγαν στο δάσος της Γιώργο-Γκλάβας, που βρίσκεται νότια του χωριού, και όταν έπιασε το κρύο πήγαν στο χωριό Μελάς, όπου φιλοξενήθηκαν από φιλικές οικογένειες. Μια τρίτη ομάδα οικογενειών κρύφτηκε στο δάσος απέναντι από το Σολάκι, ανατολικά του χωριού.
Κατά την αποχώρησης του γερμανικού στρατού τελευταία έφυγε η αιμοσταγής Μεραρχία «Έντελ Βάις». Πέρασαν από το άδειο Πισοδέρι και μερικοί σταμάτησαν σε ένα σπίτι, που κάπνιζε η καμινάδα. Από ένα τυφλό υπερήλικα Πισοδερίτη ζήτησαν τσίπουρο. Αυτός λόγω της μειωμένης όρασής τους δεν το έβρισκε. Οι Γερμανοί για να τον τιμωρήσουν του έδωσαν να πιει πετρέλαιο και έφυγαν.
Οι αντάρτες τελικά επιτέθηκαν στις τελευταίες γερμανικές φάλαγγες και συγκεκριμένα στην γερμανική Μεραρχία ορεινών καταδρομών «Έντελ Βάις», που οπισθοχωρούσε προς την Φλώρινα. Η μάχη έγινε στην Βίγλα, με πολλές απώλειες. Οι Γερμανοί δεν γύρισαν πίσω για να κάψουν το Πισοδέρι, αλλά συνέχισαν προς την Φλώρινα. Οι Πισοδερίτες μετά από πολλές περιπέτειες γύρισαν στο χωριό τους.
Και μετά την απελευθέρωση επικράτησε το ΕΑΜ, μέχρι που ήρθαν οι Εγγλέζοι. Στο Πισοδέρι μια διμοιρία Εγγλέζων στεγάστηκε στο σχολείο, την Μοδέστειο Σχολή. Οι Εγγλέζοι στρατιώτες δεν είχαν καλές προθέσεις, επειδή είχαν προηγηθεί τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα, και επειδή το Πισοδέρι ήταν ορεινό χωριό το θεωρούσαν ανταρτοφωλιά. Η συμπεριφορά τους ήταν απαίσια προς τους Πισοδερίτες. Κορίτσια και γυναίκες δεν τολμούσαν να πλησιάσουν το σχολείο. Ήταν χυδαίοι. Έκοψαν και τα ωραία δένδρα που ήταν γύρω από το σχολείο, για να ζεσταθούν. Λυπήθηκαν οι Πισοδερίτες, και πολλοί έλεγαν ας μας ειδοποιούσαν θα τους φέρναμε ξύλα από το δάσος. Οι Εγγλέζοι έτρωγαν καλά. Μαγείρευαν παραπάνω φαγητό, αλλά το περίσσεμα δεν το έδιναν στους φτωχούς Πισοδερίτες. Είχαν ανοίξει έναν λάκκο και εκεί πετούσαν το περίσσιο φαγητό. Οι Εγγλέζοι δεν κάθισαν πολύ. Κάποτε έφυγαν και αυτοί και ησύχασε το χωριό.
Και αφού τελείωσε ο πόλεμος και πέρασαν αρκετά χρόνια ειρηνικά, στο τέλος της δεκαετίας του 1950 και μετά, άρχισαν να γίνονται εκδρομές από την Θεσσαλονίκη στην Ιταλία. Ένας Πισοδερίτης, ο Ηλίας Ιωαννίδης, που ήταν λεωφορειούχος και συνεργαζόταν με τουριστικά γραφεία στην Θεσσαλονίκη, ταξίδεψε και αυτός στην Ιταλία και μπόρεσε να βρει αρκετούς από τους Ιταλούς καραμπινιέρους, που ήταν στο Πισοδέρι στα χρόνια του πολέμου. Χαρά και νοσταλγία για μια δύσκολη εποχή, που όμως πέρασε ήρεμα και γλυκά εκεί ψηλά στο Πισοδέρι.
Δημήτρης Μεκάσης