Εκδήλωση – Αφιέρωμα για την Ημέρα της Γυναίκας

Το Δ.Σ. της Ε.Γ.Ε. Φλώρινας και το Δ.Σ του Οργανισμού Πολιτιστικών Εκδηλώσεων Πρεσπών πραγματοποίησαν Εκδήλωση – Αφιέρωμα για την Ημέρα της Γυναίκας (8 Μαρτίου) την Κυριακή 11 Μαρτίου με θέμα: Η Συμμετοχή των γυναικών στην Εθνική Αντίσταση (1941- 1944) και αφιερωμένη στη μνήμη της Γαβριέλας Σιάμκουρη.

Πλήθος γυναικών παραβρέθηκαν στην εκδήλωση στην οποία χαιρέτισε η Χρύσα Μάντση και ακολούθησαν οι εισηγήτριες Σοφία Ηλιάδου – Τάχου Καθηγήτρια Ιστορίας Π.Τ.Δ.Ε. “Η Περίοδος της Κατοχής στη Φλώρινα” και η Γεωργία Κηπουροπούλου – Σιάμκουρη Δρ Ιστορίας. Π.Δ.Μ.“ Οι Γυναίκες της Φλώρινας την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης. – Η διαμόρφωση της έμφυλης ταυτότητά τους”.

Τη συζήτηση συντόνισε ο Νικόλαος Ταμουτσέλης Ε.ΔΙ.Π, Π.Δ.Μ.

Ακολουθεί φωτογραφικό υλικό και βίντεο από την εκδήλωση καθώς και η ομιλίες της  Σοφίας Ηλιάδου – Τάχου και της Γεωργίας Κηπουροπούλου – Σιάμκουρη:

wp-image-20611″ src=”https://florinapress.gr/wp-content/uploads/2018/03/fp1-3.jpg” alt=”” width=”800″ height=”531″ />

Τα πεδία εξουσίας στην κατοχική Φλώρινα

Σ. Ηλιάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Ιστορίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

Η κατοχική συγκυρία διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο από τον γερμανικό παράγοντα. Όπως αποδείχτηκε, οι στόχοι της βίας που άσκησαν οι Γερμανοί στην Κοζάνη και στη Φλώρινα ήταν συνυφασμένοι με τα γεωστρατηγικά σχέδια τους και εξυπηρετούσαν πρώτιστα τις ανάγκες ανεφοδιασμού του στρατού τους. Έτσι μια μελλοντική προοπτική ελέγχου των Βαλκανίων συμπεριλάμβανε για τους Γερμανούς όχι μόνο το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ως κόμβο ενός γερμανικού δικτύου πόλεων, αλλά και την οδό Φλώρινας-Μοναστηρίου ως διόδου διέλευσης από και προς την Ευρώπη. Για όλους αυτούς τους λόγους που προαναφέρθηκαν οι Γερμανοί δεν ήταν πολύ πρόθυμοι να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Βούλγαρους να υλοποιήσουν τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του 1878 και να τους προσφέρουν «έτοιμη στο πιάτο» την υλοποίηση του εθνικού τους οράματος για τη Μεγάλη Βουλγαρία.

Στην περιοχή υπήρχαν και οι «βουλγαρόφρονες». Πραγματικά η προσέγγιση των ιστορικών στοιχείων τεκμηριώνει τον μετασχηματισμό της ταυτότητας μερίδας των σλαβόφωνων σε «βουλγαρόφρονες» ή εκδηλωθέντες ότι ανήκουν εις την βουλγαρικήν εθνικότητα. Τα αίτια του μετασχηματισμού της ταυτότητας των σλαβοφώνων θα πρέπει να αναζητηθούν στην ισχυρή παρουσία του βουλγαρικού παράγοντα στην περιοχή, στις ισχυρές προκλήσεις που η παρουσία αυτή θεωρήθηκε ότι διασφάλιζε, για παράδειγμα κοινωνικό κύρος για τους αστούς εξ αυτών και δυνατότητες επιβίωσης μέσα από το δίκτυο παροχής τροφίμων που είχε συσταθεί για τους κατοίκους των χωριών. Εξίσου σημαντική όμως παράμετρος που επιτάχυνε τη διαδικασία διχοτόμησης της ταυτότητας των σλαβόφωνων και μετασχηματισμού της σε ταυτότητα «βουλγαροφρόνων» στο νομό της Φλώρινας ήταν η λειτουργία της συλλογικής μνήμης της ομάδας των σλαβοφώνων. Η συγκυρία της κατοχής και ο διαχωρισμός σε «γνήσιους Έλληνες και ύποπτους σλαβόφωνους» από την Ελληνική Διοίκηση της κατοχικής περιόδου οδήγησε στην ανανοηματοδότηση παλιών βιωμάτων της μεταξικής περιόδου, αλλά και των αδικιών που είχαν συμβεί σε βάρος τους, εξαιτίας της προσφυγικής εγκατάστασης.

Είναι σίγουρο πλέον ότι η έρευνα απέδειξε την ισχυρή παρουσία των βουλγαρικών βλέψεων για την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και ειδικά για τις σλαβόφωνες κοινότητες της Φλώρινας, στις οποίες κυρίως η βουλγαρική πολιτική απευθυνόταν. Απέδειξε όμως πως ο κίνδυνος αυτός ήταν διαχειρίσιμος από την ελληνική πλευρά, επειδή τα συμφέροντα των Γερμανών και της ελληνικής διοίκησης συνέκλιναν σε ένα σημείο: στο ότι η περιοχή της Φλώρινας δεν έπρεπε να περιέλθει υπό βουλγαρικό έλεγχο. Αυτό αντέβαινε στα σχέδια των Γερμανών, τους έφερνε σε σύγκρουση με την ελληνική διοίκηση και δημιουργούσε σε αυτούς πρόσθετα προβλήματα.

Το μόνο που από την αρχή φαίνονταν διατεθειμένοι οι Γερμανοί να παραχωρήσουν, ήταν μια συμμετοχή στην τοπική αυτοδιοίκηση στους «βουλγαρόφρονες» της περιοχής, προοπτική που αποτράπηκε στη συνέχεια, επειδή η γερμανική στρατιωτική διοίκηση κατέληξε στο συμπέρασμα πως το κριτήριο της συμμετοχής θα έπρεπε να σχετίζεται με το επίπεδο μορφωτικής και πολιτισμικής ανωτερότητας-αριστείας στις τοπικές κοινωνίες, μια απόφανση που βέβαια δεν απέκλειε ευθέως τους σλαβόφωνους πληθυσμούς, αλλά εμμέσως, λόγω της αδυναμίας τους να ενσωματωθούν στο ελληνικό διοικητικό σύστημα και λόγω της έλλειψης εγγραμματισμού από μέρους τους.

Επιπλέον οι γερμανικές προθέσεις ήταν κατά την κρίση μας έκδηλες από την αρχή: στο θεσμικό οικοδόμημα που είχαν επιλέξει για τον χώρο της Μακεδονίας ήταν ευδιάκριτος ο σχεδιασμός της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης και της ελληνικής πολιτικής διοίκησης, που αποτελούσαν, τουλάχιστον για τις περιοχές της γερμανοκρατούμενης ζώνης, τους πυλώνες του Κράτους «μαριονέτα» που είχαν στήσει.

Και οπωσδήποτε, χωρίς καμία αμφιβολία, σε αυτό το κράτος-μόρφωμα ήταν έκδηλη η απουσία θεσμικής θωράκισης του βουλγαρικού παράγοντα. Οι αξιωματικοί σύνδεσμοι ενσωματώθηκαν στα γερμανικά φρουραρχεία, αλλά δεν καθορίστηκαν ποτέ νομικά οι αρμοδιότητές τους και τα όρια ευθύνης τους. Για το νομικό σύστημα της περιόδου δεν υπήρχαν. Ήταν μια παραχώρηση, χωρίς ιδιαίτερο κόστος για τους Γερμανούς, μια πολιτική επιλογή χωρίς αντίκρισμα. Όταν ο κατοχικός Νομάρχης Φλώρινας αποφάσιζε να τους διώξει, δεν είχε παρά να επικαλεστεί ακριβώς τη δική του θεσμικά κατοχυρωμένη, στο πλαίσιο της Νέας Τάξης, πολιτική εξουσία και τη δική τους ανύπαρκτη δικαιοδοσία. Αν μάλιστα τους απέδιδε και ρόλο «κοινωνικού επαναστάτη», «αναρχικού» και «κομουνιστή» με το σκεπτικό ότι εξωθούσαν τον αγροτικό σλαβόφωνο κόσμο σε εξέγερση ενάντια στους Γερμανούς και κατ’ επέκταση στη δική του εξουσία, η αντικατάσταση των Βούλγαρων συνδέσμων ήταν δεδομένη.

Από την άλλη ο  εκάστοτε Βούλγαρος σύνδεσμος προσπαθούσε να πείσει για τον ρόλο προστάτη που αναλάμβανε, σε κάθε περίσταση που η συστράτευσή του με τις δυνάμεις του άξονα γινόταν κάτω από το χαλί. Η αδυναμία του όμως να διαπραγματευτεί πάντα κρυφά με τους συμμάχους Γερμανούς, που καθόριζαν το πόσο και πότε ήθελαν να τον εκθέσουν, αποτελούσε το πιο αδύναμο σημείο της επιχειρηματολογίας του. Μία μόνο ήταν στο σημείο αυτό η διέξοδός του: να ακολουθεί παρελκυστική πολιτική, αποδίδοντας τους αντιλαϊκούς νόμους, όπως το παρακράτημα, αποκλειστικά στην ελληνική διοίκηση, πείθοντας τους σλαβόφωνους πως οι φύλακες της κατοχικής νομιμότητας, οι χωροφύλακες του κατοχικού κράτους ήταν στην ουσία οι μόνοι υπεύθυνοι για το παρακράτημα.

Από την άλλη μεριά όμως οποιαδήποτε απόπειρα χαλάρωσης στο πεδίο της εφαρμογής και ελάφρυνσης της φορολογίας των αγροτών σλαβοφώνων, δημιουργούσε εξ ορισμού επιχειρήματα για αμφισβήτηση της ελληνικής διοίκησης και υποκατάστασή της από τη βουλγαρική. Άρα η παρελκυστική πολιτική ήταν η πιο συμφέρουσα για τους Βούλγαρους συνδέσμους.

Οι κοινωνικές τάξεις που ανέχτηκαν στη Δυτική Μακεδονία τη βία των Γερμανών και των Ιταλών ήταν οι αστοί, οι οποίοι, όπως απέδειξε η προσέγγισή μας, διακρίνονταν σε δύο ομάδες: στους γηγενείς και στους πρόσφυγες. Οι υποκατηγορίες μέσα στο πλέγμα της αστικής κοινωνίας ήταν πολλαπλές. Υπήρχαν δύο ομάδες αστών γηγενών με εθνικιστικές τάσεις, που ήταν φίλα προσκείμενοι στην ελληνική διοίκηση: οι αστοί ελληνόφωνοι γηγενείς, και επίσης οι αστοί βλαχόφωνοι με καταγωγή κυρίως από το Μοναστήρι της Πελαγονίας.[1] Και οι δύο αυτές ομάδες των αστών διακρίνονταν για τις αντι-εαμικές τάσεις που αναπτύσσονταν στους κόλπους τους, ως τη στιγμή που το ΕΑΜ/ΚΚΕ έγινε κατεστημένη εξουσία –από την άνοιξη του 1944 και εξής– και ένα σημαντικό μέρος από αυτούς προσχώρησε σε αυτό για να συντηρήσει τα προνόμιά του.

Ειδικά στη φλωρινιώτικη αστική τάξη η ανοχή απέναντι στους Γερμανούς επενδύθηκε με μια δόση πολιτισμικής ανωτερότητας του ελληνικού έθνους, με μια ψευδαίσθηση παροχής από τη μεριά της Γερμανίας πατερναλιστικής στήριξης και με μια ενεργοποίηση των φοβικών αντανακλαστικών συνδρόμων απέναντι στον προαιώνιο εχθρό, τον Βούλγαρο. Η πραγματικότητα ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπη με το συγκεκριμένο ιδεολόγημα.

Η εμφάνιση του ΕΑΜ άλλαξε οπωσδήποτε τους όρους αυτού του παιχνιδιού, γιατί δημιούργησε προϋποθέσεις σύγκλισης με τους σλαβόφωνους πληθυσμούς στο κοινωνικό πεδίο. Η κόκκινη βία ήταν η βία της αντίστασης. Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε ως υποκείμενο της κόκκινης βίας θεωρήθηκε το ΕΑΜ/ΚΚΕ, ως φορέας κατεστημένων θεσμών/εξουσιών. Το ΕΑΜ/ΚΚΕ εξέφρασε τη λαϊκή βούληση για επανάσταση, λαϊκή εξουσία και κοινωνική απελευθέρωση και είχε στρατηγική, όραμα που έβλεπε πέρα από τη συγκυρία.

Σε ό,τι αφορά τώρα στις μορφές της βίας που άσκησε το ΕΑΜ/ΚΚΕ θα μπορούσαμε να καταγράψουμε μια ποικιλία μεθόδων, στρατηγικών και δράσεων που περιλάμβαναν απαγωγές και ομηρίες ή εκτελέσεις αντιδραστικών, μέσα από την γκρούπα και τις κατά τόπους ομάδες της ΟΠΛΑ έως εκτελέσεις μετά από αποφάσεις Λαϊκών Δικαστηρίων. Οι μορφές αυτές της βίας ήταν στοχευμένες, απευθύνονταν σε πρόσωπα που κατά την εκτίμησή τους είχαν συνεργαστεί με τον εχθρό ή χαρακτηρίζονταν ως «αντιδραστικοί» ή «πλουτοκράτες», άρα μη συνεργάσιμοι και εχθροί του ΕΑΜ και κατ’ επέκταση του λαϊκού κινήματος.

Οι πληθυσμιακές ομάδες που έλκονταν από τα μηνύματα του ΕΑΜ/ΚΚΕ και στρατεύονταν πρόθυμα, από μια χρονική περίοδο και μετά, στις τάξεις του, ήταν συνήθως αγροτικοί πληθυσμοί ή ανήκαν στο μαλακό υπογάστριο των αστικών κέντρων της Δυτικής Μακεδονίας, όπου ασκούσαν βοηθητικά επαγγέλματα ή δούλευαν σε ιδιωτικά καταστήματα ως υπάλληλοι, ενώ μια μικρή μόνο μερίδα από αυτούς ήταν εργάτες.

Οι αγρότες της Δυτικής Μακεδονίας χωρίζονταν επίσης σε γηγενείς και πρόσφυγες. Ο λόγος για τον οποίο τους ξεχωρίζουμε από τους αστούς, σε ό,τι αφορά στην περίοδο της κατοχής, είναι ότι το βιοτικό τους επίπεδο, αλλά και η οικονομική και πνευματική τους κατάσταση παρουσίαζε μεγάλη διαφορά από εκείνη των αστών.

Οι αγρότες γηγενείς απάρτιζαν πολλές ομάδες: υπήρχαν οι σλαβόφωνοι/ σλαβομακεδόνες αριστερών τάσεων, οι οποίοι σε μεγαλύτερο ποσοστό από ό,τι οι αστοί έλκονταν από το ΕΑΜ/ΚΚΕ, οι σλαβόφωνοι εθνικιστές που εμφανίζονταν προσκείμενοι στην ελληνική διοίκηση, οι βλαχόφωνοι, αρβανιτόφωνοι, που στην πλειονότητά τους πρόσκεινται στην ελληνική διοίκηση β) οι έχοντες βουλγαρική-εθνικιστική ταυτότητα που είχαν επιλέξει τη βουλγαρική διοίκηση γ) εκείνοι που ανέπτυξαν «σλαβομακεδονική»-φιλογιουγκοσλαβική αποσχιστική στάση και ήταν προσκείμενοι στον Τίτο.[2] Οι αγρότες πρόσφυγες του 1923 ομαδοποιούνται επίσης σε ελληνόφωνους/ποντιόφωνους Καυκάσιους με αριστερές τάσεις, σε ελληνόφωνους Μικρασιάτες και Θρακιώτες που υπήρξαν συντηρητικοί ή αντι-εαμικοί στην πλειονότητά τους, και τέλος οι τουρκόφωνοι της Εορδαίας που τους προσεταιρίστηκε αρχικά η παράταξη των εθνικιστικών αντιστασιακών οργανώσεων και τέλος η αξονική πλευρά. Τέλος υπήρξε και η αυτονομιστική κίνηση στους κόλπους της βλαχόφωνης κοινότητας η οποία είχε τεθεί στην υπηρεσία των ιταλικών σχεδίων αρχικά και αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην ιταλική και τη ρουμανική προστασία.

Κατά συνέπεια οι εθνοτικές διαιρέσεις και οι πολιτισμικές διαφορές αποτελούσαν μόνιμη εστία τριβών που αναβίωνε, κάτω από τη δυναμική της συγκυρίας, ανασημασιοδοτούσε τις παλιές διακρίσεις, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και η πολιτισμική διάκριση εργασίας, ανανοηματοδοτούσε τα παρωχημένα στερεότυπα και παρήγε τη βία σε όλες τις εκφάνσεις της.

[1] Συμπεριλήφθηκαν στην ομάδα των αστών επειδή δεν ανήκαν στην κύρια μάζα των προσφύγων του ’23 και επειδή από τη μια άσκησαν αστικά επαγγέλματα και από την άλλη εμφορούνταν από αστική νοοτροπία που καθόρισε τη διαδικασία αστικοποίησης στο νομό.

[2] Η τριχοτόμηση στην περίπτωση των σλαβόφωνων σε Έλληνες, Βούλγαρους, «σλαβομακεδόνες» ανάγεται στην περίοδο της διαμάχης πατριαρχικών-εξαρχικών όταν σοβούσε στην ευρύτερη Μακεδονία ο Μακεδονικός Αγώνας. Η αναγνώριση το 1935 από το ΚΚΕ «σλαβομακεδονικής» μειονότητας της οποίας τα δικαιώματα έπρεπε να προστατευθούν δημιούργησε από το 1935 και πέρα τις προϋποθέσεις για τη σύμπηξη της τελευταίας κατηγορίας.

 

 

 

Η αντίσταση των γυναικών 1941-1944
Γεωργία Κηπουροπούλου
Φιλόλογος, Δρ. Ιστορίας
Οι γυναίκες παρόλο που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο σε διάφορα ιστορικά γεγονότα, αποσιωπήθηκαν από την παραδοσιακή ιστορία. Οι ιστορικοί θεωρούσαν τις γυναίκες ως «αυτονόητες» και για το λόγο αυτό δεν τις μνημόνευαν. Η σύγχρονη ιστορία όμως άρχισε να θεωρεί τις γυναίκες ιστορικά υποκείμενα, να τις μελετάει και στρέφει τον φακό της έρευνας πάνω τους.
Η προσφορά των γυναικών στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε σημαντική αν και τις περισσότερες φορές δεν γίνεται γνωστή. Στην προσπάθεια των λαών για απελευθέρωση συμμετείχαν και οι γυναίκες αναλαμβάνοντας συχνά και υπηρεσίες άκρως επικίνδυνες με μοναδικό σκοπό την προσφορά στην πατρίδα.
Στην Ελλάδα η συμμετοχή των γυναικών στην Εθνική Αντίσταση υπήρξε μεγάλη, πολύπλευρη και αξιόλογη. Γυναίκες στις πόλεις και τα χωριά προσέφεραν την εργασία τους γενναιόδωρα για την απελευθέρωση της χώρας. Η συμμετοχή των γυναικών στις οργανώσεις, ενώ στην αρχή ξεκινά με αργό ρυθμό, τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής αυξάνεται με ρυθμό γεωμετρικής προόδου. Οι περισσότερες γυναίκες οργανώθηκαν μετά την άνοιξη του 1943. Μετά την συνθηκολόγηση των Ιταλών (Σεπτέμβρης 1943) και τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας εντείνεται η τρομοκρατία που ασκεί ο στρατός κατοχής. Η μαζικότερη και δυναμικότερη εμφάνιση των γυναικών στην Αντίσταση γίνεται την πιο αιματηρή φάση της Κατοχής. Οι οργανώσεις των γυναικών ήταν δεκάδες αρχικά και μετέπειτα ενσωματώθηκαν στις πιο μαζικές.
Παρόλο που η επιθυμία των κοριτσιών και γυναικών ήταν έντονη για συμμετοχή στον αντιστασιακό αγώνα, παράγοντες κυρίως κοινωνικού και ηθικού χαρακτήρα λειτούργησαν ως τροχοπέδη. Την εποχή αυτή εξακολουθούσαν να ισχύουν κοινωνικές προκαταλήψεις για τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική. Επιπλέον το στενό ή ευρύ οικογενειακό περιβάλλον δήλωνε σθεναρά την άρνησή του ως προς την επιθυμία των γυναικών να αναλάβουν δράση κατά του κατακτητή. Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι τα κορίτσια επιθυμούσαν να πάρουν μέρος στην Αντίσταση και σε οποιαδήποτε περίπτωση υπήρχαν απαγορεύσεις εξόδου των γυναικών από το σπίτι. Αντίδραση των γονέων προκάλεσε και το γεγονός ότι τα κορίτσια στα πλαίσια των μικτών αντάρτικων οργανώσεων θα συναναστρέφονταν με αγόρια ενώ ταυτόχρονα η ιδέα αυτή οδήγησε σε συντρόφους των γυναικών αυτών να τις κρατήσουν μακριά από τον αγώνα.
Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί το γεγονός ότι σε διάφορα συνέδρια του επαναστατικού αγώνα μετείχαν εξίσου γυναίκες. Οι γυναίκες της αντίστασης κατείχαν ιδιαίτερη θέση σεβαστή από τους άντρες συναγωνιστές. Η γνώμη τους και η κρίση τους ζητούνταν σε κρίσιμες στιγμές αποφάσεων.
Όλη αυτή η δράση των γυναικών που όρισε ένα νέο πρόσωπο για τη σύγχρονη γυναίκα της εποχής σημαδεύτηκε και από θύματα. Η νέα γυναίκα ήταν πατριώτισσα, τολμηρή, σκληρή, επαναστατική και αντιδραστική στο κατεστημένο της δεκαετίας του ’40 που την ήθελε κλεισμένη στο σπίτι, άβουλη και κάτω από την αντρική εξουσία. Οι γυναίκες πια χειραγωγήθηκαν σε μεγάλο βαθμό και με ένταση τέτοια που σήμερα η επιστήμη της ιστορίας στην Ελλάδα τους αναγνωρίζει μια θέση στους πρωτεργάτες μεγάλων αλλαγών. Η τόλμη και η αποφασιστικότητα που επέδειξαν οι αγωνίστριες αυτές είχαν πολλές φορές ως τίμημα τη ζωή τους. Θύματα της οργής του κατακτητή υπήρξαν συχνά γυναίκες γιατί προσέφεραν υπηρεσίες στον αντιστασιακό αγώνα και τους αντάρτες. Οι αναφορές είναι πολλές κυρίως στα επίσημα έγγραφα των κατοχικών κυβερνήσεων.
Η παρούσα έρευνα μελετάει τη συμμετοχή και τη δράση των γυναικών στη περιοχή της Φλώρινας την περίοδο 1941-1944 μέσα από τις αφηγήσεις 21 γυναικών. Ως εργαλείο έρευνας χρησιμοποιήθηκε η προφορική ιστορία. Η Προφορική ιστορία είναι μία μέθοδος έρευνας που χρησιμοποιείται για να διερευνήσει και να αναλύσει τις μαρτυρίες που προκύπτουν από τις αφηγήσεις των πληροφορητών, την ιστορία των ανθρώπων, όπως την έζησαν οι ίδιοι. Με τις προφορικές μαρτυρίες διάφορες κατηγορίες ανθρώπων που δεν είχαν πρόσβαση στον δημόσιο λόγο αποκτούν φωνή και διαμορφώνεται σταδιακά, αυτό που αποκαλούμε «ιστορία από τα κάτω»-των κατώτερων κοινωνικά στρωμάτων και των περιθωριοποιημένων ομάδων. Χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου στα κείμενα αφήγησης των γυναικών προέκυψαν σημαντικές διαπιστώσεις. Καθώς ο λόγος βρίσκεται σε σχέση αλληλεπίδρασης με την κοινωνία επηρεάζει αλλά και επηρεάζεται από την κοινωνική πραγματικότητα. Αποτέλεσμα αυτής της αμφίδρομης σχέσης είναι να εντοπίζουμε αναπαραστάσεις του κόσμου μέσα στον λόγο.

Έμφυλη ταυτότητα
Στη θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας αλλά και στη θεωρία της ταυτότητας ο εαυτός μπορεί να νοήσει τον εαυτό του ως αντικείμενο και μπορεί να τον κατηγοριοποιήσει ή να ονοματίσει τον εαυτό με συγκεκριμένους τρόπους σε σχέση με άλλες κοινωνικές κατηγορίες. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται κατηγοριοποίηση του εαυτού στη θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας, ενώ στη θεωρία της ταυτότητας ονομάζεται ταυτοτικοποίηση. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας διαμορφώνεται η ταυτότητα. Στη κοινωνική θεωρία της ταυτότητας η κοινωνική ταυτότητα είναι η γνώση του ατόμου ότι ανήκει σε μια κοινωνική κατηγορία ή ομάδα. Με τον όρο κοινωνική ομάδα νοείται ένας αριθμός ατόμων που μοιράζονται κοινά κοινωνικά χαρακτηριστικά. Στην κατηγοριοποίηση του εαυτού το άτομο αντιλαμβάνεται ομοιότητες ανάμεσα στον εαυτό του και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας σε επίπεδο συμπεριφοράς, αξιών, πεποιθήσεων, νοοτροπίας. Αντίθετα, αποστασιοποιείται από τα άτομα εκτός ομάδας καθώς αντιλαμβάνεται τις προσληφθείσες διαφορές μεταξύ των ατόμων αυτών και του εαυτού του.
Επιπλέον, σαφής είναι και η σχέση μεταξύ φύλου και εξουσίας. Η πολιτική υπήρξε ιστορικά το κατεξοχήν ανδρικό πεδίο δημόσιας δραστηριότητας, ενώ η διάκριση ιδιωτικός-δημόσιος χώρος νομιμοποίησε την γυναικεία κοινωνική κατωτερότητα και τον γυναικείο πολιτικό αποκλεισμό. Η πολιτική θεωρία αντανακλά την κοινωνική οργάνωση και οι όσες αλλαγές παρατηρούνται στις έμφυλες σχέσεις μπορούν να προκληθούν από τις ανάγκες του κράτους. Έχει επισημανθεί η σύνδεση ανάμεσα στα απολυταρχικά καθεστώτα και τον έλεγχο των γυναικών με τον αποκλεισμό αυτών από τους μηχανισμούς κυβέρνησης ή με την επιβολή κώδικα γυναικείας ενδυμασίας. Ακόμα και στις δημοκρατικές χώρες η εξουσία συχνά κατασκεύασε πολιτικές ιδεολογίες με έμφυλες έννοιες όπως με την ψήφιση νόμων για την προστασία των γυναικών. Οι γυναίκες παρόλο που θεωρούνται φύλακες των κοινωνικών θεσμών, τοποθετούνται συμβατικά μάλλον στον κοινωνικό κόσμο παρά στον πολιτικό. Δηλαδή οι συνδέσεις ανάμεσα στο κοινωνικό και το πολιτικό φαίνονται να λειτουργούν περισσότερο για τους άνδρες παρά για τις γυναίκες παρόλο που οι δεύτερες αντιμετωπίζονται ως επιτηρητές των κοινωνικών συνδέσεων και παρόλο που και τα δύο φύλα προέρχονται από τις ίδιες οικογένειες και κοινότητες.
Επιπρόσθετα, στο θέμα του πολέμου οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες όπως τα παιδιά και οι γυναίκες χρήζουν προστασίας από τον μαχόμενο ανδρικό πληθυσμό τονίζοντας για μία ακόμα φορά τον συνειρμό μεταξύ ανδρισμού και δύναμης τους έθνους. Ο αποκλεισμός των γυναικών από τις διεργασίες της πολιτικής οδηγεί στην παγίωση αυτής της πολιτικής με όρους ισχύος του ανδρικού φύλου. Οι θεωρίες του βιολογικού ντετερμινισμού περί σωματικής δύναμης των ανδρών, περί προορισμού των γυναικών για αναπαραγωγή και φροντίδα των παιδιών και περί αυτοθυσίας των ανδρών προσπαθούν να ερμηνεύσουν την αποκλειστικότητα των ανδρών στον πόλεμο και τον αποκλεισμό των γυναικών από επικίνδυνες δημόσιες δραστηριότητες. Ο αποκλεισμός όμως αυτός καθιστά αδύνατη τη γυναίκα να διαμορφώσει ευρύτερα κοινωνικά δίκτυα δράσης πέρα από αυτά της οικογένειας.
Στις παραδοσιακές κοινωνίες, όπως τέτοιες υπήρξαν οι τοπικές κοινωνίες της ελληνικής υπαίθρου, υπήρχε μία διακριτή ιεραρχία: οι άνδρες σχετίζονταν με το επίσημο και το δημόσιο ενώ οι γυναίκες σχετίζονταν με το ανεπίσημο και το ιδιωτικό. Αποτέλεσμα αυτής της διάκρισης ήταν οι άνδρες να μετέχουν στα κοινοτικά συμβούλια και να εκπροσωπούν έτσι τις γυναίκες στον δημόσιο βίο. Από την άλλη μεριά, οι γυναίκες υπήρξαν κυρίαρχες στην ιδιωτική σφαίρα και είχαν επωμιστεί τα ανεπίσημα ιδιωτικά καθήκοντα. Παρόλα αυτά οι γυναίκες έπρεπε να εκπληρώσουν ένα σημαντικό κοινωνικό ρόλο. Η φήμη και η εικόνα της οικογένειας προς τα άλλα μέλη της κοινότητας εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από αυτήν. Στην καθημερινότητα οι γυναίκες ταυτίζονται με το «μέσα» ενώ οι άντρες με το «έξω». Οι γυναίκες στο πλαίσιο του νοικοκυριού εμφανίζονται ως φορείς του ιερού και της κοινωνικής ευταξίας. Το «δημόσιο» και το «ιδιωτικό» λοιπόν αποτελούν πλαίσια μεσα στα οποία κατασκευάζονται οι έμφυλες ταυτότητες και οργανώνεται η κοινωνική δράση.
Οι μελέτες που στράφηκαν στη δεκαετία του ’40 εντόπισαν τη σημαντική συμμετοχή των γυναικών στη δημόσια δράση και τις ανέδειξαν ως δρώντα υποκείμενα. Υπήρξαν οι περιπτώσεις εκείνες των γυναικών που επιβεβαίωσαν την είσοδο των νοικοκυρών στο εργατικό δυναμικό, τον αυξανόμενο αριθμό των γυναικών στην ανώτερη εκπαίδευση και την αναγέννηση των φεμινιστικών κινημάτων.
Oι γυναίκες ως δρώντα υποκείμενα την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης αναδεικνύουν διάφορες διαστάσεις της γυναικείας τους ταυτότητας: της μαχήτριας, της επονίτισσας, του μικρού κοριτσιού που βρέθηκε στη δύνη του πολέμου, της μάνας, της γυναίκας που ανέλαβε να συντηρήσει την οικογένειά της, της οργανωμένης στο Κ.Κ.Ε., της αγρότισσας, της αλληλέγγυας στην άλλη γυναίκα, της επαναστάτριας, της συνειδητοποιημένης κοινωνικά αλλά και πολιτικά.
Μέσα από τη μνήμη των γυναικών αναπαριστάται και η αγωνιστική γυναικεία ταυτότητα. Ειδικότερα, πρόκειται για μία γυναικεία ταυτότητα αγωνιστική στα πεδία των μαχών αλλά και στην καθημερινότητα, δεδομένου ότι οι γυναίκες της περιόδου αγωνίζονταν για την επιβίωση της οικογένειάς τους αναλαμβάνοντας αντρικές κατά κύριο λόγο εργασίες. Η ταυτότητα της αγωνιζόμενης γυναίκας συναντάται κυρίως σε γυναίκες που υιοθέτησαν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο αριστερές πεποιθήσεις. Οι γυναίκες της αντίστασης στο σύνολό τους διαμόρφωσαν μία πολιτιστική ταυτότητα σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες συνειδητοποιούν ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στην κοινωνική μεταβολή και έχουν λόγο σε αυτήν.
Μέσα από την ανάλυση των λόγων των 21 γυναικών της περιοχής της Φλώρινας προκύπτει η εικόνα που οι ίδιες διαμόρφωσαν για τον εαυτό τους. Συγκεκριμένα, συχνά γίνεται αναφορά από τις ίδιες για τα ψυχικά τους χαρίσματα, τα οποία αναδείχθηκαν μέσα από την αντιστασιακή δράση που ανέπτυξαν. 2 Το θάρρος, η φιλοπατρία, η τόλμη αλλά και η αυτοθυσία είναι χαρακτηριστικά που είναι ευανάγνωστα στον λόγο των γυναικών που μετείχαν στην έρευνα. Στον λόγο συνεντευξιαζόμενης σχετικά με τη δράση της στην Εθνική Αντίσταση δίνει έμφαση στη συμμετοχή της στην ΕΠΟΝ κάνοντας επανάληψη της φράσης «Μπήκα στην ΕΠΟΝ». Η επανάληψη αυτή δηλώνει μία αποφασιστικότητα και ευθύτητα χωρίς ενδοιασμούς ή δισταγμούς. Η συμμετοχή του υποκειμένου σε μια οργάνωση την περίοδο 1941-44 προσδίδει ηρωισμό, φιλοπατρία και αυτοθυσία στις πράξεις του. Η περηφάνια από την οποία διέπεται ο λόγος είναι έκδηλη. Το ίδιο άτομο σε άλλο σημείο αναφέρει ένα περιστατικό σε ευθύ λόγο όπου το υποκείμενο είναι ο αδελφός της και στο οποίο κινδύνευσε η ζωή της. Παράλληλα μεταφέρει με τον λόγο του αδελφό της την αγωνία και την ανησυχία οικογενειακών προσώπων. Παρόλο που επρόκειτο για κάτι επικίνδυνο, η ίδια η αγωνίστρια δεν αντιλαμβανόταν ή κι αν ακόμα διέβλεπε τον κίνδυνο και θεώρησε τον εαυτό της αρκετά δυνατό και θαρραλέο να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Πρόκειται για στοιχείο διακειμενικότητας (ευθύς λόγος) που εμφανίζεται σε έντονο βαθμό κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. 3. Μάλιστα, στη συγκεκριμένη φράση το υποκείμενο με τη χρήση του β’ ενικού αποδίδει τη γενίκευση με την πιο οικεία μορφή τροπικότητας στον λόγο. Με την αναφορά αυτή η δυναμικότητά της και η δράση της αποκτά γενική παραδοχή.
Σε άλλα σημεία της αφήγησης το υποκείμενο παρεμβάλλει ένα άλλο είδους λόγου, τα τραγούδια. Τα τραγούδια λειτουργούσαν ως συνθηματικός λόγος και ως στοιχείο συνοχής της ομάδας. 4 Σε συνδυασμό με το απόσπασμα στο οποίο γίνεται λόγος από την ίδια για το πόσο πεισματικά κράτησε τη σημαία της ΕΠΟΝ τη στιγμή που προσπαθούσαν να της την πάρουν άτομα της αντίθετης ιδεολογίας, γίνεται φανερή η λειτουργία των συμβόλων στα πλαίσια της οργάνωσης. Η κατοχή της σημαίας και η διατήρησή της αποτελούσε ένδειξη δύναμης, αξιοπιστίας, σεβασμού, δυναμικότητας και θάρρους. Η απώλεια της σημαίας θα σήμαινε ντροπή και απαξίωση από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Πολλά εθνικά κινήματα σε κάποιο βαθμό επινοούν νέες γλώσσες ή επεκτείνουν το παλιό συμβολικό λεξιλόγιο και εισάγουν σύμβολα, ύμνους προκειμένου να επιτύχουν τη συνοχή της ομάδας και την αλληλεγγύη.
Μελετώντας τον λόγο ενός άλλου υποκειμένου γίνεται φανερή η υπερηφάνεια που νιώθει το υποκείμενο για τον ρόλο που ανέλαβε στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης. Χρησιμοποιεί φράσεις που δηλώνουν την τόλμη, το θάρρος και την αυτοθυσία που επέδειξε η συγκεκριμένη γυναίκα προκειμένου να βοηθήσει στον Αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας. 5.Στον λόγο της γυναίκας ο θάνατος είναι έντονο στοιχείο. Η επίγνωση του κινδύνου που ενείχαν οι πράξεις της και η αναφορά του εκφράζει την συνειδητοποιημένη εμπλοκή του υποκειμένου στον Αγώνα. Δεν επρόκειτο για μία τυχαία και επιπόλαιη δράση αλλά για έναν συνειδητοποιημένο αγώνα με πλήρη γνώση των κινδύνων που αυτός συνεπαγόταν. Επιπλέον τονίζεται η ηθική πλευρά του αγώνα καθώς η ίδια αναφέρει ότι δεν σκότωσε ποτέ κανέναν. Ο αγώνας δεν είχε στόχο να πλήξει τον άμαχο πληθυσμό ούτε να καταστρέψει οικονομικά οικογένειες , πόσο μάλλον να αφαιρέσει ζωές. Η αναφορά αυτή στον λόγο του υποκειμένου δηλώνει ότι η ίδια η γυναίκα που μιλάει δεν έχει κανενός είδους ενοχές για τη δράση που ανέλαβε.
Σε ορισμένα σημεία του λόγου τους οι γυναίκες που μετείχαν στην έρευνα έκριναν απαραίτητο να μιλήσουν για την οικογένειά τους και για την κοινωνική τους προέλευση. 6.Συγκεκριμένα, συνεντευξιαζόμενη ανέφερε την κοινωνική κατάσταση της οικογενείας της την περίοδο 1941-44 περιγράφοντας τον πλούτο που η οικογένειά της κατείχε την περίοδο αυτή σε ακίνητα και ζώα. Η εκτενής αναφορά στα περιουσιακά στοιχεία της οικογενείας της προσδιορίζει την κοινωνικοοικονομική κατάστασή της και ως εκ τούτου την κοινωνική επιφάνειά της την περίοδο αυτή. Πρόκειται επομένως για ένα μέλος της τοπικής κοινωνίας με οικονομική ισχύ, αξιόπιστο, έντιμο, εργατικό και σεβαστό. Ανάλογα, στην αφήγηση μιας άλλης ομιλήτριας ο χαρακτηρισμός της οικογένειάς της ως ευκατάστατης είναι δηλωτικός της κοινωνικής της επιφάνειας και της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκε. Η αναφορά αυτών των δεδομένων τονίζει την κοινωνική προέλευση του υποκειμένου ενώ ταυτόχρονα υπερασπίζεται την απόφασή της να μετέχει στην Εθνική Αντίσταση, μια απόφαση που δεν πάρθηκε τυχαία αλλά υπήρχε ήδη πολιτικό υπόβαθρο.
Οι γυναίκες της αντίστασης είχαν την ευκαιρία μέσα από τη συμμετοχή τους σε οργανωμένες ομάδες να αποκτήσουν ιδεολογική ταυτότητα. Η ταυτότητα αυτή ήταν άλλοτε πολιτική και άλλοτε εθνικοαπελευθερωτική. Ειδικότερα, στον λόγο έξι(6) γυναικών δηλώνεται με σαφήνεια η πολιτική ταυτότητά τους. 7.Πρόκειται για γυναίκες που ασπάστηκαν την αριστερή αντίληψη και υπήρξαν μέλη του Κ.Κ.Ε. Στα σημεία αυτά του λόγου τους αποδίδουν στο Κόμμα τις αξίες που έμαθαν, την πολιτικοποίησή τους, την ωρίμανσή τους, την εντιμότητά τους και την αγωνιστικότητά τους. Επιπλέον, αναγνωρίζουν τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε το Κ.Κ.Ε. την περίοδο 1941-44 στην οργάνωση της Εθνικής Αντίστασης. Η αντίσταση μετέτρεψε την αριστερά σε μία πολιτική δύναμη που έβρισκε μαζική ανταπόκριση και με το πέρασμα των χρόνων μεταβλήθηκε σε ιστορική μνήμη της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Επιπλέον, οι έννοιες της συμφιλίωσης, της εθνικής ενότητας, του αγώνα ενάντια στον ξένο κατακτητή και κυρίως η έννοια της ελευθερίας που καλλιεργήθηκαν στα πλαίσια του αγώνα, προσέλκυσε αρκετό πληθυσμό στους κόλπους των αντιστασιακών οργανώσεων. 8.Ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας της Εθνικής Αντίστασης οδήγησε πολλές γυναίκες να αναλάβουν δράση άμεση αλλά και έμμεση την περίοδο αυτή. Στον λόγο των γυναικών η ιδεολογία αυτή συναντάται συχνά καθώς χαρακτηρίζουν τον αγώνα έντιμο, ηθικό και πατριωτικό με απώτερο σκοπό την ελευθερία. Ακριβώς γιατί ο αγώνας της Εθνικής Αντίστασης αποχρωματίστηκε από πολιτικές ιδεολογίες και έχασε το διακριτό πολιτικό στίγμα της αριστεράς, ο κόσμος ανταποκρίθηκε θετικά στο κάλεσμα για βοήθεια και συμμετοχή.
Η αντίδραση του περίγυρου και της τοπικής κοινωνίας στην οποία οι γυναίκες της αντίστασης υπήρξαν μέλη ποίκιλε. Από τη μεριά υπάρχει η αποδοχή του κόσμου και η προσπάθεια για βοήθεια στο έργο και τη δράση που ανέλαβαν οι γυναίκες αυτές, και από την άλλη υπήρξε κατακραυγή και αποδοκιμασία. 9.Ειδικότερα, στις αφηγήσεις δύο(2) γυναικών γίνεται φανερή η αποδοχή του έργου αυτών των γυναικών καθώς τονίζουν ότι αυτές οι γυναίκες δεν ήταν του δρόμου και δεν της κατηγορούσε ο κόσμος. Γενικότερα, στον λόγο των γυναικών που μετείχαν έμμεσα στην Εθνική Αντίσταση υπάρχουν αρκετές αναφορές για την παροχή φιλοξενίας και τροφής προς τους αντάρτες και τις αντάρτισσες. Αλλά και οι ίδιες οι αγωνίστριες που μετείχαν ενεργά στον αγώνα στις αφηγήσεις τους αναφέρουν την αποδοχή του κόσμου και τη βοήθεια που τους παρείχαν.
Ωστόσο, υπήρχε μία μερίδα γυναικών που αποδοκίμαζε τη δράση των γυναικών την περίοδο 1941-44 κυρίως όμως εκείνων των γυναικών που συμμετείχαν ενεργά σε οργανωμένες αντιστασιακές ομάδες. 10. Στη συνείδησή ομιλήτριας οι αντάρτες είναι βίαιοι και αδίστακτοι και έτσι μπορούν να ερμηνευτούν οι αναφορές που κάνει για τα άτομα που ενεπλάκησαν ενεργά στην Αντίσταση. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ανησυχία της μητέρας μήπως οι αντάρτες πάρουν το κορίτσι της οικογένειας. Επιπλέον με τη χρήση του β’ ενικού προσώπου αποδίδεται η γενίκευση με την πιο οικεία μορφή τροπικότητας στον λόγο. Ο φόβος της συγκεκριμένης γυναίκας για τους αντάρτες είναι αποτέλεσμα της προσωπικής μαρτυρίας της αλλά και της στάσης της οικογένειάς της απέναντι στην αντίσταση κατά των Γερμανών.
Στον λόγο μίας άλλης γυναίκας που δήλωσε ευδιάκριτα την αντίθεση ως προς την ενεργό δράση των γυναικών της εθνικής αντίστασης προκύπτει η εντύπωση ότι το υποκείμενο έχει διαμορφώσει μία αρνητική εικόνα για τις συνθήκες διαβίωσης και δράσης των γυναικών στο βουνό κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης. 11.Στη συνείδηση της ομιλήτριας οι γυναίκες υπήρξαν θύματα μιας κατάστασης και μιας ψευδούς υπόσχεσης. Το υποκείμενο χρησιμοποιεί τη λέξη «καημένη» για να προσδιορίσει τις γυναίκες της Αντίστασης και είναι δηλωτική για την εικόνα που έχει διαμορφώσει για αυτές τις γυναίκες.
Πιο αναλυτικά, στα αποσπάσματα του λόγου της ίδιας ομιλήτριας φαίνεται η αντίληψη του υποκειμένου για την κατάσταση που διαμορφώθηκε στους κόλπους των αντιστασιακών οργανώσεων. 12.Όσες γυναίκες μετείχαν σε αντιστασιακές οργανώσεις αργότερα δεινοπαθήσαν από αρρώστιες. Οι κακουχίες και οι ταλαιπωρίες που υπέστησαν ήσαν τόσες που για την υπόλοιπη ζωή τους ταλαιπωρούνταν από ασθένειες. Την κατάσταση αυτή που περιγράφει το υποκείμενο την αιτιολογεί χρησιμοποιώντας στερεότυπες εκφράσεις και αντιλήψεις για τη φύση της γυναίκας και τη θέση της στην κοινωνία. Οι γυναίκες χρειάζονται καθαριότητα και ένα σπίτι. Επιπλέον, η ίδια συνεντευξιαζόμενη κάνει λόγο για την ηθική των γυναικών αυτών. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι οι περισσότερες είχαν νόθα παιδιά διότι οι άντρες δεν μπορούν χωρίς γυναίκες. Για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά της χρησιμοποιεί ιστορίες άλλων γυναικών που άκουσε η ίδια ή από άλλους. Ωστόσο, η αντίληψη αυτή της συγκεκριμένης γυναίκας για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έζησαν και έδρασαν αγωνίστριες στο βουνό δεν απορρέει από προσωπικά βιώματά της αλλά από τον λόγο άλλων προσώπων. Το βίωμα της αφηγήτριας χρησιμοποιείται ως απόδειξη μιας συγκεκριμένης άποψης. Το βίωμα και η μαρτυρία η αισθητηριακής φύση απόδειξη(τι είδε και τι άκουσε κάποιος) αποτελούν πολιτισμικά πρωταρχικά μέσα αποδεικτικότητας στις ελληνικές συνομιλίες.
Όλα τα παραπάνω συμπεράσματα που διατυπώνει η ομιλήτρια βασίζονται στις αντιλήψεις που έχει διαμορφώσει η ίδια για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Η δομή της οικογένειας στις αρχές της δεκαετίας του ‘40 στις αγροτικές περιοχές της Ελλάδας είναι πατριαρχική. Βασικό αξίωμα αποτελεί η υπεροχή των αντρών έναντι των γυναικών ενώ παράλληλα ενισχύονται οι παραδοσιακά καθορισμένες υποχρεώσεις των γυναικών. Ο λόγος αντανακλά και αναπαράγει αλλά και συγκροτεί, διαμορφώνει ταυτότητες. Το εγώ δεν αποτελεί ανεξάρτητη μονάδα αλλά ορίζεται σε άμεση συνάρτηση με το κοινωνικό σύνολο, την οικογένεια, τους φίλους και τις υποχρεώσεις που το υποκείμενο έχει απέναντι στα πρόσωπα αυτά. Οι γυναίκες όπως άλλωστε και οι άντρες συνιστούν ένα κοινωνικό φύλο το οποίο διαμορφώνεται μέσα σε ένα κοινωνικό, ιστορικό, πολιτιστικό πλέγμα. Τα λόγια της επιβεβαιώνουν την παραπάνω κυριαρχούσα ιδεολογία η οποία διατηρείται μέσα στους κόλπους της οικογένειας. Η καταπίεση των γυναικών καθώς και ο έλεγχος που οι ίδιες υφίστανται από τους άντρες δηλώνεται με τον οικουμενικό όρο πατριαρχία χωρίς όρια χρόνου και χώρου.
Σε άλλο σημείο του λόγου της ίδιας αφηγήτριας φαίνεται ότι ο λόγος της μητέρας ασκεί ιδιαίτερη επιρροή στην ίδια την εποχή εκείνη. 13.Οι ομιλητές καταφεύγουν στον ευθύ λόγο με σκοπό να επιτελέσουν διάφορες λειτουργίες. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η ομιλήτρια χρησιμοποιεί τον ευθύ λόγο ως αποδεικτικό στοιχείο (evidence) της αλήθειας των λεγομένων της. Η ευνοϊκή ή η αρνητική στάση της οικογένειας απέναντι στο αγώνα επηρεάζει την απόφαση των μελών της να ενταχτούν ή όχι σε αυτόν και ακόμα δημιουργεί μία τρομαχτική εικόνα για τις γυναίκες που αποφάσισαν να ενταχθούν στον αγώνα.
Η αρνητική στάση που ο κόσμος κατά περίπτωση εκδήλωνε απέναντι στις γυναίκες της Εθνικής Αντίστασης αλλά και των οικογενειών τους, βιωνόταν και από τις ίδιες τις γυναίκες και αντιλαμβάνονταν τις συνέπειες στη ζωή τους. Χαρακτηριστικά μία αφηγήτρια αναφέρει ότι μετά το τέλος του πολέμου δολοφόνησαν τον πατέρα της, ο οποίος υπήρξε ενεργό μέλος αντιστασιακής ομάδας και όταν επέστρεψαν στο χωριό τους η τοπική κοινωνία έδιωξε την ίδια και τη μητέρα της. Επιπλέον, η ίδια γυναίκα χαρακτηριστικά λέει ότι ακόμα από νεαρή γυμνασιακή ηλικία όταν πλέον ήταν γνωστή η δράση της, ο κόσμος την έδειχνε με δάχτυλο βιώνοντας έτσι την αποδοκιμασία και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Αναφορικά με τη θέση των γυναικών μέσα στην αντιστασιακή ομάδα προέκυψαν αρκετά στοιχεία έπειτα από την ανάλυση του λόγου των γυναικών που μετείχαν στην έρευνα. 14.Αναλυτικότερα, οι ίδιες οι γυναίκες αναφέρθηκαν στην ίση αντιμετώπιση που έτυχαν από τους άντρες συναγωνιστές της ομάδας αλλά στο θάρρος που επέδειξαν οι ίδιες κατά τη διάρκεια της αντιστασιακής τους δράσης. Ιδιαίτερα τονίστηκε η αυστηρότητα που υπήρχε αναφορικά με τις σχέσεις μεταξύ αντρών και γυναικών μιας αντιστασιακής ομάδας και του σεβασμού που οι γυναίκες απολάμβαναν από τους συναγωνιστές τους.