Ο δημόσιος και ιδίως ο ψηφιακός διάλογος που άνοιξε γύρω από τη λαϊκή παράδοση, με αφορμή αφενός την ανακοίνωση της Ι. Μητροπόλεως Ξάνθης και Περιθεωρίου για το περιεχόμενο του προγράμματος των επικείμενων Θρακικών Λαογραφικών Εορτών 2026 και αφετέρου την παρέμβαση του Δημάρχου Φλώρινας σε μουσικό γλέντι όπου ακούστηκε τραγούδι σε νοτιοσλαβικό ιδίωμα της περιοχής, ανέδειξε διαφορετικούς τρόπους κατανόησης και προσέγγισης της ελληνικής παράδοσης.
Για όσους η παράδοση δεν αποτελεί απλώς πολιτισμικό σύμβολο αλλά μέρος της προσωπικής και συλλογικής συγκρότησης, το ζήτημα δεν μπορεί να εξαντληθεί στην αποδοχή ή απόρριψη της κριτικής που διατυπώθηκε στο πλαίσιο των αντιδράσεων που ακολούθησαν.
Από τη μία, η παράδοση προσεγγίζεται ως φορέας του ρωμαίικου ήθους και ως πεδίο που οφείλει να υπηρετεί ένα συγκεκριμένο εθνικό και ιστορικό αφήγημα. Από την άλλη, τονίστηκε η λειτουργία της ως γλώσσα ψυχαγωγίας και ελευθερίας που ενώνει πέρα από παλιούς διαχωρισμούς και ιστορικά βάρη. Παρά τις ουσιαστικές διαφορές αυτών των προσεγγίσεων, μπορεί να διακρίνει κανείς μια κοινή έλλειψη. Η παράδοση τείνει να αντιμετωπίζεται ως μέσο που καλείται να υπηρετήσει κάτι έξω από την ίδια, είτε αυτό είναι το θρησκευτικό ήθος, είτε η εθνική αφήγηση, είτε οι σύγχρονες αξίες της καλλιτεχνικής ελευθερίας και της συμπερίληψης. Λησμονείται ότι η λαϊκή παράδοση δεν περιορίζεται σε αυτά τα στοιχεία.
Η παράδοση, με τον κύκλο του χρόνου, τα έθιμα, τα δρώμενα και τα πανηγύρια της, δεν συγκροτήθηκε για να υπηρετεί αφηγήματα «εκ των άνω» ή να καλύπτει τις ανάγκες ψυχαγωγίας της σημερινής κοινωνίας, η οποία συχνά την προσεγγίζει μέσα από δάνεια και πειραματισμούς. Υπήρξε ο τρόπος ύπαρξης των αγροτικών και ποιμενικών κοινοτήτων. Ως τέτοια, δεν σχεδιαζόταν, δεν κατασκευαζόταν και δεν προγραμματιζόταν ως φιέστα ενταγμένη στον ετήσιο κύκλο της ζωής τους, αλλά ενσωματωνόταν οργανικά σε αυτόν ως στιγμή συλλογικής έκφρασης. Μέσα από αυτές τις στιγμές, οι κοινότητες μιλούσαν για όσα τις απασχολούσαν. Για την ανάγκη της επιβίωσης, για την αγωνία του αύριο, για την κοινωνική μετάφραση της πίστης, για τη σχέση με τη φύση, τον έρωτα και τον θάνατο, για την καταπίεση που ασκούσε ο δυνάστης σε ανάλογες περιόδους, αλλά και για τη διαρκή υπενθύμιση ότι η κοινότητα αντέχει μόνο όταν συγκροτείται πάνω στην αλληλεγγύη και το έμπρακτο νοιάξιμο του ενός για τον άλλον. Η χαρά και η εκτόνωση υπήρχαν, όχι όμως ως αυτοσκοποί, αλλά ως φυσικό παράγωγο μιας συλλογικής πράξης ζωής. Το ζήτημα, επομένως, δεν είναι η κριτική της σύγχρονης μεταχείρισης της παράδοσης ως έκφραση ψυχαγωγίας, αλλά η αποκοπή της από το κοινωνικό βίωμα και τη μνήμη που αυτό παράγει και μεταφέρει. Όλα αυτά, βέβαια, χωρίς να παραγνωρίζονται οι περιορισμοί, τα προβλήματα και οι εντάσεις που χαρακτήριζαν τις παραδοσιακές κοινότητες.
Οι κριτικές που διατυπώθηκαν με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη αυτή τη συστατική διάσταση της παράδοσης. Αντίθετα, περιορίζονται στη συζήτηση γύρω από το αν ικανοποιείται σωστά ή λανθασμένα η ανάγκη της διασκέδασης και υπό ποιους όρους.
Σε αυτή τη μετατόπιση ευθύνη έχουν και οι φορείς που ασχολούνται με τον λαϊκό πολιτισμό και τη λαογραφία. Συχνά αντιμετωπίζουν την παράδοση ως αντικείμενο αναπαράστασης και όχι ως ζωντανό κοινωνικό βίωμα, παρά τις αγαθές προθέσεις διάσωσής της μέσω της διδασκαλίας ή της αποτύπωσης σε μουσειακές συλλογές. Προηγήθηκε, βέβαια, η μακρόχρονη εργαλειοποίηση και ο έλεγχος της λαϊκής παράδοσης από το μεταξικό καθεστώς, αργότερα από τον μετεμφυλιακό βασιλικό και κρατικό μηχανισμό και, τέλος, από τη Χούντα. Οι αλλοιώσεις μέσω της μετατροπής της παράδοσης σε πεδίο πολιτικής προπαγάνδας και οι απαγορεύσεις που είχαν επιβληθεί σε πολιτισμικές εκφράσεις που δεν εντάσσονταν στο κυρίαρχο εθνικό πρότυπο είναι γνωστές.

Σε αυτές τις διαδικασίες, η θεσμική Εκκλησία και οι εκκλησιαστικές οργανώσεις δεν υπήρξαν απλοί παρατηρητές, αφενός στο πλαίσιο πολιτικής ή ιδεολογικής σύμπλευσης και αφετέρου μέσα από μια διαχρονική θεολογική κριτική απέναντι σε στοιχεία της λαϊκής παράδοσης που θεωρήθηκαν ασύμβατα με τη χριστιανική πίστη και το ήθος της. Αν και δεν πρέπει να αγνοηθούν οι διαφορετικές πρακτικές και οι τοπικές μορφές συνύπαρξης.
Η ανάδειξη από το κράτος και τους βασικούς θεσμούς διαμόρφωσης της κυρίαρχης ιδεολογίας μιας ενιαίας και ελεγχόμενης παράδοσης, ουσιαστικά αποκαθαρμένης από ό,τι τη διατηρούσε λαϊκή, ποικιλόμορφη και μη κανονιστική ως προς τα ήθη της, λειτούργησε έτσι ως αντίβαρο στη διάδοση κοινωνικοπολιτικών αντιλήψεων, που θεωρήθηκαν ξένες προς την ελληνορθόδοξη πολιτισμική ταυτότητα ή εχθρικές προς το κυρίαρχο αφήγημα.
Η συσσωρευτική επίδραση όλων αυτών και, μεταπολιτευτικά, η προσπάθεια απελευθέρωσης της παράδοσης από τα ιδεολογικά φορτία που της επιβλήθηκαν μετέβαλαν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε σήμερα τη λαϊκή κληρονομιά. Έτσι, φτάσαμε στο σημείο η σχέση με την παράδοση να περιορίζεται στην εκμάθηση χορών, στις ετήσιες αναβιώσεις εθίμων και στα καλοκαιρινά πανηγύρια, σχεδόν αποκλειστικά με στόχο την ψυχαγωγία, σε μια εποχή που η καθημερινότητα διαμορφώνεται όλο και περισσότερο από αυτοαναφορικές πρακτικές και την κυριαρχία της εικόνας.
Σήμερα έχει προστεθεί το επιχείρημα ανάδειξης της κληρονομιάς της οικονομικά παρηκμασμένης και δημογραφικά πιεσμένης ελληνικής περιφέρειας μέσα από τις λαογραφικές αναβιώσεις εθίμων. Είναι θετικό πως επιχειρείται η ενεργός εμπλοκή επιστημονικών κλάδων προς αυτή την κατεύθυνση και η συμμετοχή σε θεσμοθετημένες διαδικασίες ανάδειξης και ενίσχυσης της πολιτισμικής κληρονομιάς. Ασφαλώς οι ημερίδες και τα συνέδρια για τη λαογραφία λειτουργούν προς αυτή την κατεύθυνση. Η διερεύνηση, όμως, της συμβολής της παράδοσης στην καλλιέργεια κοινωνικής συνείδησης παραμένει μάλλον περιορισμένη. Συνεπώς, χρειάζεται να εξεταστεί ο κοινωνικός ρόλος της σε σχέση με τις έννοιες της κοινότητας και της ταυτότητας, αλλά και ως προς το μέλλον των τόπων όπου αυτή διαμορφώθηκε. Διαφορετικά, οι αναβιώσεις εθίμων και τα ετήσια γλέντια θα λειτουργούν μόνο ως μνημόσυνα για κοινότητες που δεν θα υπάρχουν πλέον.
Θα ήταν ευχής έργο και ανάγκη να ανοίξει μια σοβαρή συζήτηση, τώρα που πολλοί ενοχλήθηκαν, όχι για να αναπαραχθούν αντιπαραθέσεις με αναφορά σε αρνητικές εμπειρίες του παρελθόντος, αλλά για να τεθεί στο κέντρο όλων το ουσιαστικό ερώτημα που φαίνεται να απουσιάζει: Όχι τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται στο όνομα της παράδοσης, αλλά τι είδους κοινωνική εμπειρία θέλουμε να συνεχίσει να σημαίνει για εμάς και για τις κοινότητες που θα ακολουθήσουν.
Νίκος Κοσμίδης,
Πρόεδρος Συλλόγου Φίλων ΙΘΤΠ
Υπεύθυνος προγράμματος
Δράσεις Ιστορίας Μνήμης Πολιτισμού






