Το Σάββατο στις 11.10.2025 στο ξενοδοχείο “Emerald” στη Φλώρινα πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία εκδήλωση παρουσίασης της επιστημονικής μελέτης της Ειρήνης Κουτρουμπά, Υποψήφιας Διδακτόρισσας Κοινωνιογλωσσολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και μέλους του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος με τίτλο «γλωσσολογία και δομημένος ρεαλισμός». Η εκδήλωση συνδιοργανώθηκε με τη συνδρομή της Ένωσης Φιλολόγων Φλώρινας, των εκδόσεων Υψικάμινος και του Φιλολογικό Όμιλο Ελλάδας. Μίλησαν, κερδίζοντας το κοινό με την επιστημονική τους εμβρίθεια και τις βαθυστόχαστες παρατηρήσεις τους με αλφαβητική σειρά, η Αθηνά Ζωγράφου, φιλόλογος και Πρόεδρος της Ένωσης Φιλολόγων Φλώρινας, η Μαρία Καραθανάση, Φιλόλογος- ποιήτρια και μέλος του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος, η Ευμορφία Κηπουροπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια Διαπολιτισμικής Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης Εκπαιδευτικών του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, ο Θεοδόσης Ν. Νικολαΐδης, Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ο ομιλητής και οι ομιλήτριες φώτισαν πτυχές της μελέτης, εστιάζοντας ο καθένας στα δικά του ερευνητικά ενδιαφέροντα και μεταγγίζοντας στο κοινό την ουσία του όλου εγχειρήματος. Οι παρουσιάσεις τους επικεντρώθηκαν στην τεχνοτροπία του δομημένου ρεαλισμού για τη συγγραφή λογοτεχνίας την οποία προτείνει ο Φιλολογικός Όμιλος Ελλάδας, σε ζητήματα λογοτεχνικής κριτικής και φιλοσοφικών παραμέτρων και σε ζητήματα κοινωνιογλωσσολογικά. Η προσοχή του κοινού που γέμισε το φουαγιέ του ξενοδοχείου ήταν αμείωτη σε όλη τη διάρκεια των παρουσιάσεων. Η εκδήλωση υποστηρίχθηκε και από το βιβλιοπωλείο «η γωνιά».
Ομιλία της συγγραφέως
Καλησπέρα και από μένα. Ομολογώ ότι είμαι συγκινημένη συνάμα ενθουσιασμένη για όσα ακούστηκαν. Η κυρία Καραθανάση, ο κύριος Νικολαΐδης και η κυρία Κηπουροπούλου «φώτισαν» με την επιστημονική τους εμβρίθεια πτυχές του βιβλίου οι οποίες θα διευκολύνουν την ανάγνωση του βιβλίου και σίγουρα έδωσαν μια σαφή εικόνα του τι συζητείται στο βιβλίο.
Με τη σειρά μου θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις για τη λογική δημιουργίας του βιβλίου, τις δυσκολίες του εγχειρήματος, όπως και τη θέση του βιβλίου στη χορεία άλλων γλωσσολογικών και λογοτεχνικών μελετών.
Θα ξεκινήσω από τα εναύσματα συγγραφής της μελέτης, εκκινώντας από το βίωμα. Αρχικό έναυσμα αποτέλεσε η πίστη στην αξία του βιβλίου. Η πίστη, δηλαδή, ότι αυτό μπορεί να αλλάξει τον τρόπο σκέψης ή να προτείνει έναν τρόπο σκέψης. Η διττή καταγωγή μου, Φλώρινα και Κρήτη η οποία με κατέστησε ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη σε ζητήματα γλωσσικής ποικιλότητας, οι δάσκαλοί μου και οι ομοφρονούντες φίλοι και συνεργάτες/ιδες. Στη συνέχεια, η πίστη στην επίμονη προσπάθεια. Όλοι και όλες έστω και ασυνείδητα έχουμε μια προσωπική φιλοσοφική θεωρία, σύμφωνα με το βιβλίο του Marinoff, μια στάση απέναντι στη ζωή που επηρεάζει τις επιλογές μας είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Το απόλυτο δεν υπάρχει και οι απαντήσεις σε ερωτήματα εξαρτώνται από τις συνθήκες και σίγουρα από τη συνεχή προσπάθεια. Να δούμε τα ζητήματα που εγείρονται ως προκλήσεις να γίνουμε όσο το δυνατόν καλύτεροι μπορούμε κατά τον Νίτσε και την πεποίθησή του στον υπεράνθρωπο, επιλέγοντας τη δική μας πορεία κατά τον Ζαν-Πολ Σαρτρ με πιθανότητες λάθους βέβαια, αλλά απελευθέρωσης συνάμα. Σίγουρα, οι σπουδές μου στην κοινωνιογλωσσολογία που με βοήθησαν να συστηματοποιήσω το βίωμα και να το «ενδύσω» με ένα επιστημονικό πέπλο. Η κοινωνιογλωσσολογία την οποία με απόλυτη αγάπη υπηρετώ μου έδωσε και μου συνεχώς μου δίνει τα εφόδια για να «διαβάζω τα κείμενα» κριτικά, να στοχεύω στην αποδόμηση στερεοτύπων και πάγιων αντιλήψεων, να κατανοώ τις κοινωνικές διεργασίες, σχέσεις και ταυτότητες, όπως αυτές εγγράφονται στη γλώσσα. Κάποιες βασικές παραδοχές είναι:
- Η κοινωνιογλωσσολογία αποδίδει τα ίσα δικαιώματα σε όλους/ες άσχετα με τη γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποιούν, καταρρίπτοντας την ανισότητα.
- Στον επιστημονικό πυρήνα της κοινωνιογλωσσολογίας εντοπίζονται παραδοχές όπως: ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ον, η συμπεριφορά του λαμβάνει χώρα σε κοινωνικά περιβάλλοντα, η γλώσσα αξιοποιείται στα περιβάλλοντα αυτά, οπότε και αποτελεί μια μορφή κοινωνικής συμπεριφοράς και δράσης.
- Όπως στην κοινωνιογλωσσολογία, η γλωσσική χρήση μελετάται σε συνάρτηση με την περίσταση επικοινωνίας,
- Στην κοινωνιογλωσσολογία, η γλώσσα εκλαμβάνεται ως μια μορφή κοινωνικής συμπεριφοράς, δηλαδή μελετάται, για να αναδειχθεί το πώς οι γλωσσικές επιλογές συμβάλλουν στην κατασκευή –ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων– προσδιορίζουν τις κοινωνιοπολιτισμικές συνθήκες και αντίστροφα πως αυτές οι συνθήκες επηρεάζουν τη γλώσσα, αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις.
Τέλος, η συνάντηση με τον ΦΟΕ που βλέπει τη λογοτεχνία ως ένα μέσο αλλαγών που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνική πραγματικότητα, αποτυπώνοντάς την με φωτογραφική ακρίβεια, αναζητώντας τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν σε μια πράξη και τη σχηματοποιούν. Η ιδέα ενθαρρύνθηκε από τον πρόεδρο του Ομίλου Αντώνη Χαριστό. Κάναμε μια συζήτηση για το αν θα μπορούσε να γίνει μια πρόταση/μελέτη που θα τεκμηριώνει την τεχνοτροπία με γλωσσολογικούς όρους διαθέτοντας και φιλοσοφικές διαστάσεις.
Η μελέτη επιχειρεί στο μέτρο των δυνατοτήτων της να καλύψει ένα επιστημονικό κενό, αυτό της σύζευξης γλωσσολογίας και λογοτεχνίας. Αν και στο διεθνές στερέωμα και όσον αφορά τη σύζευξη γλωσσολογίας και λογοτεχνίας, σημαντική είναι η συμβολή των Geoffrey Leech & Mick Short με την εισαγωγή του όρου νέα υφολογία (new stylistics), η οποία συνδέεται με την εφαρμογή τεχνικών και πλαισίων της μοντέρνας γλωσσολογίας με στόχο τη μελέτη λογοτεχνίας. Ιδιαίτερα χρήσιμο εγχειρίδιο για αυτή τη μελέτη. Στην Ελλάδα η επιστημονική κοινότητα δεν έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με αυτή τη σύζευξη, καθώς για πολλά χρόνια οι σπουδές λογοτεχνίας και γλωσσολογίας αντιμετωπίζονταν ως διακριτοί τομείς του επιστητού. Την τελευταία τριακονταετία γίνονται κάποιες προσπάθειες συνεξέτασης, όπως για παράδειγμα από τον Διονύση Γούτσο, ο οποίος εστιάζει στη γλώσσα και στα κειμενικά είδη και τη λογοτεχνία ως ένα διακριτό είδος, ο Κιοσσές και η Χατζημαυρουδή εστιάζουν σε κειμενογλωσσολογικά ζήτηματα και ζητήματα λογοτεχνίας στο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Ο Νίκος Μαθιουδάκης, ο οποίος εστιάζει στο έργο του Καζαντζάκη και συγκεκριμένα στους νεολογισμούς, όπως και ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης έχοντας εκδώσει ένα βιβλίο για τη λογοτεχνία και τη γλωσσολογία. Γενικά, η γλωσσολογία σωμάτων κειμένων, όγκου δηλαδή κειμένων, στα οποία αναζητούνται μοτίβα ενίσχυσε την έρευνα προς αυτή την κατεύθυνση και επιχειρείται γλωσσολογική ανάλυση, όπως η δουλειά της Γεωργίας Φραγκάκη. Τέλος, ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης που εστιάζει στη μελέτη του ύφους, όπως διαμορφώνεται μέσω της γλώσσας.
Πώς βλέπει, λοιπόν, η γλωσσολογία τα λογοτεχνικά κείμενα;
Για τη γλωσσολογία, τα λογοτεχνικά κείμενα αποτελούν εκφάνσεις μιας γλωσσικής ποικιλίας, ενός ιδιαίτερου τρόπου χρήσης της γλώσσας. Ο κάθε λογοτέχνης διαθέτει ένα ιδιαίτερο ύφος, μια ιδιόλεκτο που συνίσταται από γλωσσικές επιλογές και αφορούν την προτίμηση ενός τύπου έναντι ενός άλλου με παρόμοια σημασία, αλλά και γλωσσικές επιλογές που αποκλίνουν από τη συνήθη χρήση της γλώσσας (όπως η χρήση μεταφορών) ή επαναπλαισιώνονται και επασημασιοδοτούνται εντός τού λογοτεχνικού κειμένου, συνθέτοντας την ευρύτερη «ποιητική γραμματική» ενός λογοτέχνη κατά το Jakobson. Πάντως οι προσπάθειες αυτές αφορούν κυρίως τον κλάδο της θεωρητικής γλωσσολογίας ή την κειμενογλωσσολογία, ενώ φαίνεται να παραγνωρίζεται κάπως η κοινωνιογλωσσολογία στην οποία εστιάζει το βιβλίο. Παράλληλα, ο δομημένος ρεαλισμός, όντας μια νέα λογοτεχνική πρόταση, δε διέθετε επιστημονική γλωσσολογική τεκμηρίωση, την οποία επιχείρησα –έστω πειραματικά- με αυτή τη μελέτη, γεγονός που θα κριθεί από εσάς τους αναγνώστες/στριες.
Το εγχείρημα σίγουρα παρουσίασε κάποιες δυσκολίες. Η συγκρότηση ενός γλωσσολογικού και φιλοσοφικού πλαισίου της τεχνοτροπίας, ήταν μια δύσκολη διαδικασία, καθώς ο δομημένος ρεαλισμός αποκλίνει από τα συνηθισμένα- τυπικά χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας (εννοώντας ωραιοποιήσεις του λόγου, μεταφορές) στα οποία έχουν εστιάσει οι προαναφερθείσες μελέτες. Αντίθετα, θυμίζει «στεγνή» αναφορά συμβάντος. Έτσι, έπρεπε να συνδυαστούν νέα εργαλεία που να αναδείκνυαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας.
Θα ήθελα να συνεχίσω με τη στόχευση της μελέτης, η οποία έγκειται στο να προτείνει -κατά αντιστοιχία με τον όρο του Jakobson «ποιητική γραμματική»- τον νέο όρο τη γραμματική του δομημένου ρεαλισμού, συλλαμβάνοντας τη γλώσσα ως δομικό υλικό της λογοτεχνίας. Η γραμματική αυτή αποτελείται από κανόνες, συμβάσεις, λεξικογραμματικές επιλογές, βασισμένες σε θεωρίες κοινωνιογλωσσολογίας, κειμενογλωσσολογίας, (κριτικής) ανάλυσης λόγου και λογοτεχνικής κριτικής. Επιχειρεί, μάλιστα, να συγκροτήσει έναν γόνιμο διάλογο ανάμεσα στη γλωσσολογία (ειδικότερα την κοινωνιογλωσσολογία και κειμενογλωσσολογία) και τη λογοτεχνική τεχνοτροπία του δομημένου ρεαλισμού, όπως αναπτύσσεται μέσω του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος.
Ας συνεχίσουμε τώρα με το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Η μελέτη, ελπίζω να λειτουργήσει, ως «εργαλειοθήκη» για συγγραφείς λογοτεχνίας, για μελετητές λογοτεχνίας, φιλολόγους, εκπαιδευτικούς, φοιτητές/τριες και για όποιον/α ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία. Τους εφοδιάζει με εργαλεία για την ουσιαστική και βαθύτερη κατανόηση της λογοτεχνικής παραγωγής τού Ομίλου, αλλά και γενικότερα την ενσυνείδητη πρόσληψη της λογοτεχνίας υπό (κοινωνιο)γλωσσολογικό και (κειμενο)γλωσσολογικό πρίσμα.
Στο τέλος, μάλιστα, της μελέτης, όπως θα μπορέσετε να δείτε, προτείνεται σε μια εντελώς επιγραμματική μορφή, περισσότερο ως ιδέα και ως κίνητρο για προβληματισμό, παρά ως ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη πρόταση, η κριτική ανάλυση λόγου ως μέσο πρόσληψης της λογοτεχνίας. Η κριτική ανάλυση λόγου (ΚΑΛ) εκκινεί από την άποψη ότι η γλωσσική μορφή δεν αντανακλά μηχανικά την εξωτερική πραγματικότητα, τις οντότητες και τις σχέσεις, αλλά συνιστά μια διαπλοκή ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη γνώση μας γι’ αυτήν, αναδεικνύοντας ιδεολογίες και σχέσεις ανισότητας. Στόχος της ΚΑΛ, εντός της οποίας εντάσσονται ποικίλες προσεγγίσεις και μέθοδοι, είναι να αποκαλύψει τους γλωσσικούς τρόπους αναπαραγωγής τής κοινωνικής ανισότητας και να την αποφυσικοποιήσουν. Έτσι, η ΚΑΛ αναδεικνύει τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο που διαδραματίζει η γλώσσα στη σύγχρονη κοινωνία. Διαβάζοντας ο αποδέκτης/κτρια υπό αυτό το πρίσμα τη λογοτεχνία θα μπορέσει να αποδομήσει επιβαλλόμενες αξίες και διαστρεβλώσεις. Ας μη ξεχνάμε πως μπορεί να ενταχθεί και στο πλαίσιο κριτικής παιδαγωγικής ως πολύτιμο εργαλείο στα χέρια των εκπαιδευτικών.
Φτάνοντας προς το τέλος, ελπίζω η μελέτη να αποτελέσει ένα μικρό αντιστάθμισμα -στο πλαίσιο δηλαδή των δυνατοτήτων της- στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η γνώση στο πλαίσιο της κοινωνίας και μεταδίδεται τόσο ποσοτικά (οι πληροφορίες που μπορεί να συλλέξει κάποιος είναι υπέρογκες), όσο και ποιοτικά (επικρατεί η απόλυτη σχετικότητα σχετικά με το τί είναι αντικειμενικό στοιχείο). Η γνώση πλέον είναι αποκύημα στατιστικών συσχετίσεων γνώσεων που εκλαμβάνονται ως αντικειμενικές (Ρουά).
Στα θεωρητικά έργα του ΦΟΕ όσο και στη μελέτη αναδεικνύεται ο κοινωνικός ρόλος του λογοτέχνη. Αυτός αντιμετωπίζεται ως εργάτης τού πνεύματος με συνείδηση και εφόδια για να υπηρετήσει τη λογοτεχνία ως κοινωνικός θεράπων. Με την έννοια ότι μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην έκφραση των ανησυχιών και προσδοκιών της κοινωνίας, προσφέροντας «έναν τόπο» για τις φωνές όλων των ανθρώπων. Ο λογοτέχνης, ως μέλος της κοινωνίας πρώτον και ακολούθως ως άτομο-μονάδα, καλείται να αποτυπώσει στα κείμενά του από τη μια τη συλλογική εμπειρία και από την άλλη την ατομική εμπειρία, όπως εκλαμβάνεται από τα υποκείμενα με στόχο τη σκιαγράφηση σχέσεων, θεσμών και ταυτοτήτων. Τα παραπάνω συμπορεύονται με τον κοινωνικό προσανατολισμό της λογοτεχνίας.
Στους σύγχρονους καιρούς σίγουρα η λογοτεχνία, όπως με τη μικρότερη συνεισφορά επιχειρεί να πετύχει και αυτή η μελέτη, θα πρέπει να κατέχει κάποια θέση, αξία και «χρησιμότητα στη ζωή τού ατόμου και στην κοινωνία ως σύνολο», αξιοποιώντας λόγια του Kernan. Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος» κατά τον Αναγνωστάκη για να επιτελεστεί ο ρόλος τους, η κοινωνική επαγρύπνηση και η κοινωνική συνοχή.
Ολοκληρώνοντας την παρουσίασή μου, θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες σε όλους/ες όσους και όσες συνέβαλαν με οποιονδήποτε τρόπο στην ολοκλήρωση αυτής της μελέτης.
Σε όσους/ες παρευρίσκονται. Η παρουσία σας σημαίνει πολλά για μένα και είναι ιδιαίτερα. Η χαρά του ότι μοιράστηκα μαζί σας τις σκέψεις μου και αυτό το μικρό κομμάτι δουλειάς είναι απερίγραπτη.
Στον ομιλητή και στις ομιλήτριες για τους οποίους/ες είμαι ευγνώμων που βρίσκονται στη ζωή μου ως πνευματικοί συνοποδοιπόροι και πολύ καλοί φίλοι.
Στην Ένωση Φιλολόγων, που συνδιοργάνωσε την εκδήλωση και στάθηκε ως στήριγμα καθ’ όλη την προετοιμασία
Στις εκδόσεις υψικάμινος και εκδόσεις Γράφημα, ιδιαίτερες ευχαριστίες στον κύριο Ιωάννη Τσαχουρίδη και τον Πρόεδρο του ΦΟΕ Αντώνη Χαριστό
Άφησα για το τέλος τα δικά μου πρόσωπα, οικογενειακά και φιλικά. Χωρίς τη δική τους λοιπόν υποστήριξη, ενθάρρυνση και πίστη, αυτό το βιβλίο ίσως να μην είχε δημιουργηθεί ή παρουσιαστεί ποτέ.
Σαν άνθη, έτσι να ανθίζουν οι ιδέες και οι γνώσεις! Σας ευχαριστώ πολύ!
Ευχαριστήριο
Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους/ες όσους/ες μας τίμησαν με την παρουσία τους και να εκφράσω τις ιδιαίτερες ευχαριστίες μου στον κύριο Ιωάννη Κιοσέ, Αντιπεριφερειάρχη Πολιτικής Προστασίας Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, στον κύριο Λάζαρο Λαβασίδη, Μαιευτήρα – Γυναικολόγο, Επίκουρο Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και Πολιτευτή ΠΑΣΟΚ Φλώρινας, την κύρια Βαλίνα Ρόζα, Πρόεδρος Επιμελητηρίου Φλώρινας και τον κύριο Μιχάλη Χάτζιο, Αντιδήμαρχο Φλώρινας, χωρίς τους οποίους ο τόπος μας, η Φλώρινα, θα ήταν φτωχότερη σε κάθε επίπεδο. Τους εκφράζω τη μέγιστη ευγνωμοσύνη μου.

















