Ο Τάκης Μπέσσας και ο θόρυβος του χιονιού…
Σ. Ηλιάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Ήταν πολύ οδυνηρή η είδηση του αιφνίδιου θανάτου του Τάκη Μπέσσα για μας που τον γνωρίσαμε από κοντά, που δουλέψαμε μαζί του στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης της Παιδαγωγικής Σχολής, στη Φλώρινα. Οδυνηρή γιατί μας συνδέουν αναμνήσεις από επετειακές, συντεχνιακές, επαγγελματικές αλλά και χαρούμενες στιγμές που μοιραστήκαμε μαζί του εδώ και είκοσι χρόνια.
Δεν θα μιλήσω για την προσφορά του στο Πανεπιστήμιο, στην πόλη, στην τέχνη στην οικογένειά του. Για αυτό το τελευταίο με κάλυψε απόλυτα η λυρική και σπαρακτική αναφορά της Ελεονόρας, λίγη ώρα πριν. Θα μιλήσω για κάτι ιδιαίτερο που τον χαρακτήριζε: την ικανότητά του να δημιουργεί στη σχολή μας μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα απόλυτης συντροφικότητας, φιλίας, ποίησης, αισθαντικότητας, κάτι που νιώθω πως άρχισε να μαραίνεται όταν συνταξιοδοτήθηκε και δυστυχώς έχει χαθεί πια με απόλυτο τρόπο μαζί του.
Επιτρέψτε μου λίγες προσωπικές αναφορές. Ήμουν νέα όταν εκλέχτηκα Λέκτορας το 2000 στην Παιδαγωγική Σχολή. Είχα θητεύσει στο πολύ λίγο ανταγωνιστικό κλίμα της δευτεροβάθμιας και ένιωθα τη νέα πραγματικότητα που έπρεπε να κατακτήσω δυσχερή. Και τότε μπήκε στο κάδρο ο Μπέσσας. Με υποδέχτηκε με την συνηθισμένη αμεσότητα στους τρόπους : «Α, ήρθες» με ρώτησε. «Καλώς ήρθες». Ήταν πολύ απλό, πολύ προσηνές και πολύ ουσιαστικό για μένα, γιατί ένιωσα αμέσως να με τυλίγει μια οικειότητα που ήταν ανακουφιστική μέσα στην ιδεατή της διάσταση. Καλωσόρισα λοιπόν.
Από τότε πέρασε καιρός. Ο Τάκης μου ζητούσε πάντα τα βιβλία μου, ένιωθα την επιδοκιμασία του σε κάθε νέα μου δημιουργία. Και πάνω από όλα την προστασία του γιατί όπως έλεγε ήμουν κομμάτι της κοινωνίας της πόλης του. Ήμασταν μαζί σε ότι αφορούσε στο πανεπιστήμιο, σε ότι σχετιζόταν με την πόλη. Και το γνώριζα. Κάποτε απειλήθηκα από μια συνωμοσία που δεν θέλω να θυμάμαι. Ήρθε και με βρήκε πριν καλά-καλά εκδηλωθεί. Και μου δήλωσε πως δεν στήριζε τους κατά τα άλλα φίλους του σε αυτό. Πως ήταν πάλι μαζί μου. Πως πίστευε σε μένα και ήμασταν μαζί γιατί ήμουν κομμάτι της ίδιας κοινωνίας με αυτόν. Το εκτίμησα και ήθελα να μοιραστώ μαζί σας και αυτή την πτυχή του χαρακτήρα του, την ικανότητά του να αίρεται πάνω από ότι μικραίνει τον άνθρωπο καθώς και την πίστη του, όπως έλεγε, σε ότι καλό διαθέτει η Φλώρινα.
Πέντε μόλις μέρες πριν πεθάνει με έψαχνε στο γραφείο μου. Είχα μάθημα και δεν με βρήκε. Ήθελε να μου πει κάτι, ίσως πως δεν ήταν τόσο κακό που δεν πραγματοποίησα μια από τις φιλοδοξίες μου στη διοίκηση της σχολής. Ή πάλι με ήθελε για να με μαλώσει που ένιωθα πως μια από τις αιτίες ήταν αυτό που εκείνος θεωρούσε προσόν: το ότι ήμουν από την Φλώρινα. Ακόμα και για να μου πει πως δεν έπρεπε να θυμώνω ή να βιάζομαι..Ποιος ξέρει, δεν θα το μάθω ποτέ πια τι πραγματικά σκεφτόταν.
Τώρα ξέρω πως δεν θα γίνει ποτέ αυτή η συνάντηση, Ο Μπέσσας δεν θα μου πει ποτέ τι ήθελε από μένα και η σχολή μας και η πόλη μας έγινε ξαφνικά φτωχότερη, τώρα που ο ίδιος λιγόστεψε τόσο παράξενα, τόσο απρόσμενα, τόσο τραγικά. Γιατί ποιος από τους συναδέλφους μου είναι ικανός να μου πει από δω και πέρα πως σταμάτησε στη μέση της αυλής μόνος επειδή ακούει τον θόρυβο του χιονιού, όπως μου είχε πει ο Μπέσσας;
Το χιόνι στην αυλή της σχολής φέτος έχει χάσει τον ποιητή του..Και εμείς τον άνθρωπο που μας περιέβαλε με οικειότητα και φιλία.
Καλό ταξίδι ποιητή.