Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Χατζηεφραιμίδης,
Ἱεροκήρυξ, Ὁμότιμος Καθηγητὴς ΠΔΜ
«Κλεηδών» καί «κληδών» εἶναι ἰδίως ἡ θεία φήμη ἢ φωνή, ἡ προφητεία ποὺ προμηνύει μὲ φωνή (Ὀδύσσεια σ 117, υ 120). Ἡ λέξη καὶ ἡ σημασία, λίγο παραλλαγμένη σώζεται στὴν καθομιλουμένη ὡς «κλήδονας».
Στὸν κλήδονα, συνυφασμένο μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ Γενεθλίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὶς 24 Ἰουνίου, πίστευαν πολὺ κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων ἀπέτρεπε τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὸ ἔθιμο: «Μήτε ὀρνεοσκοπίαις μήτε κληδόσι πρόσεχε»[1]. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θεωρεῖ παραλογισμὸ τὸν κλήδονα καὶ τὸν κατατάσσει ἀνάμεσα στὰ ἔθιμα «τὰ πολλοῦ πένθους ἄξια»[2]. Ὁ Μ. Βασίλειος ἔγραφε ὅτι ὅσοι πιστεύουν στοὺς κλήδονες εἶναι «εἰδωλολάτρες»[3]. Ὁ δὲ Γρηγόριος Νύσσης μὲ ἔμφαση τονίζει: «Ἐῶ σημεῖα καὶ ὀνείρους καὶ κληδόνας καὶ τοὺς τοιούτους λήρους, πάντα ὑπὸ ματαίας συνηθείας παρατηρούμενα»[4]. Περιφρονεῖ τὰ σημάδια, τοὺς κλήδονες καὶ τὶς παρόμοιες ἀνοησίες ποὺ τηροῦν κάποιοι ἀπὸ μάταιη συνήθεια. Οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς ἐπιτιμοῦν «τὸν φυλαττόμενον λώβας ἐπιφωνήσεων ἢ παρακροαμάτων συμβολικῶν»[5], ὅποιον τηρεῖ αὐτὸ τὸ ὄνειδος μὲ τὶς κραυγὲς ἢ τὰ τυχαῖα ἀκούσματα ποὺ σημαίνουν κάτι μὲ σημάδι.
Κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους, μὲ τὸν κλήδονα ἀναζητοῦσαν μὲ κάποια σημάδια νὰ μάθουν ἄν κάποιος εὐτυχήσει ἢ δυστυχήσει. Τὰ «σημεῖα» ἦσαν τὰ ἀντικείμενα ποὺ ἔριχνε στὸ δοχεῖο ὁ καθένας ποὺ συμμετεῖχε ἢ κάποια εἴδη ποὺ ἀνῆκαν στὸν καθένα, πιθανῶς δὲ καὶ τὰ τραγούδια ποὺ συνόδευαν τὴν ἐξαγωγὴ τῶν ἀντικειμένων. Τὸ ἔθιμο, τελούμενο τότε τὸ ἑσπέρας τῆς 23ης Ἰουνίου, τελεῖται καὶ σήμερα μὲ κάποιες παραλλαγὲς σὲ πολλὰ μέρη τῆς Πατρίδος μας.
Ἔναντι τῶν λαϊκῶν ἐθίμων ἡ Ἐκκλησία τήρησε τὴν ἑξῆς στάση: 1. Σεβάσθηκε καὶ διατήρησε τὰ ἔθιμα ποὺ συνάδουν μὲ τὸ ὀρθόδοξο δόγμα καὶ τὸ ὀρθόδοξο λειτουργικὸ ἦθος. 2. Ἀνέχθηκε καὶ παιδαγωγικὰ ἀξιοποίησε ὅσα ἔθιμα δὲν δημιουργοῦν ἰδιαίτερα πνευματικὰ προβλήματα. 3. Κατεδίκασε ἀπερίφραστα καὶ προσπάθησε νὰ ἐξαλείψει τὰ ἔθιμα ποὺ εἶναι ἐκτὸς τοῦ πνεύματος τῆς Γραφῆς καὶ τῶν Κανόνων.
Σχετικὰ μὲ τὸ λαϊκὸ ἔθιμο τοῦ κλήδονα ἡ γνώμη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη καὶ σεβαστή. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τὸ θεωρεῖ ὡς παγανιστικό[6].
[1] Ἑλληνικὴ Πατρολογία (PG) 33, 501A.
[2] PG 56, 35. 61, 38. 62, 48, 518, 552.
[6] Ἐκ τοῦ pagus, i, χωριό, ὅπου εἶχαν περιορισθεῖ οἱ εἰδωλολάτρες μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ.