Δύση της ανατολής – ανατολή της δύσης (Ὁ σύνθετος χαρακτήρας τῆς ὀρθόδοξης Ἑλλάδος)

Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Χατζηεφραιμίδης, Ἱεροκήρυξ  Ἱ. Μ. ΦΠΕ

Ὁμότιμος Καθηγητὴς ΠΔΜ

 

«Μὲ ποιούς θέλετε νὰ εἴμαστε; Μὲ αὐτοὺς τοὺς λαοὺς ἢ μὲ ἐκείνους;». Αὐτὰ ἔλε­γε ὁ ἐπισπεύδων ὑπουργός, ὅταν ἔδειχνε χάρτη μὲ τὶς χῶρες τῆς δυτικῆς Εὐρώ­πης, οἱ ὁποῖες ἔ­χουν νομιμοποιήσει τὸν πολιτικὸ γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων, καὶ ἐ­κεῖνες ἀνατολικά, ποὺ δὲν τὸν ἔχουν νομιμοποιήσει.

Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα μᾶς γυρίζει πολὺ πίσω καὶ μᾶς θυμίζει τὸ ἑξῆς: «Orient oder Ro­­­me?», Ἀνατολὴ ἢ Ρώμη; Πρόκειται γιὰ τὸ ἐρώτημα ἢ μᾶλλον τὸ ψευδοδίλημμα γιὰ τὴν τέχνη, ποὺ ἔθετε ἀπὸ τὸ 1901 ὁ Αὐστριακὸς ἀρχαιολόγος Josef Strzy­gow­ski. Ἦ­ταν ἡ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα θεω­ροῦνταν ὅτι μετέχει στὴ Δύση μὲ ἕνα “διχασμένο τρόπο”. Καὶ σήμερα ὁ ἀ­κραιφνὴς ἐκπρόσωπος τῆς νέας τάξης πραγμάτων S. Huntington θεωρεῖ τὴν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ἐκτὸς Δύσης. Κατατάσσει τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς λοιποὺς ὀρθόδοξους λαοὺς μαζὶ μὲ τοὺς μου­σουλμάνους. Κατ’ αὐτόν «ἡ Ἑλλάδα δὲν ἀποτελεῖ μέρος τοῦ δυτικοῦ πολι­τι­σμοῦ».

Ἀπὸ τὶς τοποθετήσεις τοῦ S. Huntington, ὅσο καὶ ἀπὸ τὶς δηλώσεις του J. Lacar­riere στὴ Le Monde (24-11-1998), κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν ἔχει καταστεῖ πλήρως εὐρωπαϊκὴ χώρα, λόγῳ τοῦ ὀρθοδόξου χαρακτήρα της, δημιουργεῖται σὲ πολλοὺς ἡ ἑξῆς ἐντύπωση: «Ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἑλληνικῆς ἰδιο­συστασίας, εἶναι μία “ἀναπηρία” σὲ σχέση μὲ τό “πλῆρες” χριστιανικὸ πρότυπο τῆς Δύσης­» (Εὐ. Βενιζέλος).

Τελικά, ὡς πολιτισμικὸς χῶρος, ποῦ ἀνήκει ἡ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα; Στὴ Δύση ἢ στὴν Ἀνατολή;

Οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες πάντοτε τοποθετοῦνταν οὔτε μόνο στὴ Δύση οὔτε μόνο στὴν Ἀ­νατολή. Πάντοτε στέκονταν στὸ μεταίχμιο τῶν πολιτισμῶν. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ μποροῦν νὰ γονιμοποιοῦν ἀντιθέσεις, οἱ ὁποῖες τηροῦν χαρακτηριστικὰ καὶ τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης. Ἡ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ἔχει μία σύνθετη ἱστορικὴ πραγ­ματικότητα. Ἀποτελεῖ ὄχι τὸ σύνορο, ἀλλὰ τὴ γέφυρα τῶν πολιτισμῶν. Ἡ ὀρ­θόδοξη Ἐκκλησία ἔδωσε -καὶ δίνει ἀκόμη- δείγματα γραφῆς καὶ ὡς πρὸς τὸν σεβα­σμὸ ἄλλων γλωσσῶν καὶ πολιτισμῶν.

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι αὐτὴ ποὺ κατ’ ἐξοχὴν ἐφήρμοσε τὸ σχῆμα θέση-ἀντίθεση-σύνθεση. Στὴ διαχρονία της κατ’ ἐξακολούθηση βλέπουμε ὅτι ἔχει μία ἐξελικτικὴ πορεία ἀπὸ τὸν sensus, τὴ γνώμη, τὸ φρόνημα, καὶ τὸν dissensus, τὴ διαφωνία, στὸν consensus, στὴ συμφωνία.

Ὁ ἑλληνικὸς χῶρος ἀποτέλεσε πάντοτε “τὸ σταυροδρόμι τῶν λαῶν”. Μὲ τὴ γε­ωγραφική του θέση καὶ τὶς δομές του, οἰκονομικές, κοινωνικὲς καὶ πολιτισμικές, ἀ­ποτέλεσε ἱστορικά «ἕναν ὁριακὸ χῶρο ἀνάμεσα σὲ δύο ξεχωριστοὺς κόσμους -ἀ­νατολικὸ καὶ δυτικό- ποὺ δὲν ἔμειναν ποτὲ στεγανὰ κλειστοί». Εἶχε «πρωταρχικό» ρόλο στὴν ἐπικοινωνία αὐτῶν τῶν δύο κόσμων. Αὐτὸς δὲ ὁ «ὁριακὸς χαρακτήρας» τῆς Ἑλλάδος ἦταν πάντοτε «τὸ κύριο καὶ ζωντανὸ στοιχεῖο τῆς ἑλληνικῆς παράδο­σης» (Ν. Σβορῶνος). Θὰ ἤμασταν δὲ πατραλοῖες, ἂν παραβλέπαμε τὴν ἀνεκτίμητη προσφορὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴν Ὀρθοδοξία, σὲ τρόπο ποὺ νὰ ἔχουμε ἱστορικὰ ἀλ­ληλοπεριχώρηση τῶν δύο μεγεθῶν.

Στὴν Ὀρθοδοξία δὲν ἐπικρατεῖ ἡ ἀτομοκρατικὴ θεώρηση τῆς σωτηρίας καὶ ὁ ἀ­τομικισμός, περὶ τοῦ ὁποίου ὁ S. Huntington ὁμολογεῖ ὅτι παραμένει διακριτικὸ γνώρισμα τῆς Δύσης. Ἀντιθέτως ἡ Ὀρθοδοξία δίνει προτεραιότητα στὸ πρόσωπο. Πέτυχε δὲ τὴν “κοινότητα”, ἡ ὁποία «ἐνσαρκώνει τὴν οἰκουμενικὴ πρόταση πολι­τι­­­σμοῦ τῶν Ἑλλήνων» (Ἀρχιεπίσκοπος Ἀναστάσιος).

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ Ἀνατολὴ φαίνεται ὄχι μόνον ἀπὸ τὴ μέχρι καὶ σήμερα ἐνίοτε “ἀνατολίτικη” νοοτροπία μας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ραγιαδισμό -κατ’ εὐφημι­σμὸ ὑποτέλεια ἢ ἐνδοτισμό- κατάλοιπο τῆς μακραίωνης σκλαβιᾶς μας.

Ὁ ὀρθόδοξος Ἕλληνας ἐπιπλέον ξεχωρίζει ἀπὸ τὴ Δύση -καὶ ἂς ἀνήκει σὲ δυτι­κοὺς ὀργανισμούς- διότι σέβεται τὴ θρησκεία καὶ τὴν ἰδιοπροσωπία τοῦ Ἄλλου. Δὲν ἔχουν θέση σὲ ἐμᾶς γελoιογραφίες τύπου ἐφημερίδας JyllandsPosten, τὸ ὁποῖο ἀ­πο­­δεικνύει ὅτι γιὰ ἐμᾶς ἡ διαφορετικότητα στὴ θρησκεία καὶ στὸν πολιτισμὸ δὲν εἶ­ναι ἰδεολόγημα, ἀλλὰ πρακτικὴ ἀπαρέγκλιτη.

Μπορεῖ νὰ εἴμαστε Εὐρώπη, ἀλλὰ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ ἐφαρμόσουμε καλύτερα τὶς ἀρχὲς τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ νὰ σεβασθοῦμε τὴν ἐλευθερία τοῦ Ἄλλου, τὴν ἰσό­τητα καὶ ἀδελφότητα, διότι ἔχουμε τὴν παράδοση τῆς Ἀνατολῆς. Εἴμαστε Εὐρώπη, ὄχι μόνο διότι ὁ μύθος τῆς ἁρπαγῆς τῆς Εὐρώπης εἶναι δικός μας μύθος, ἀλλὰ καὶ διότι ἐνστερνιζόμαστε βαθύτερα τὶς ἀρχὲς τοῦ ἐλευθέρου κόσμου. Εἴμαστε καὶ Ἀ­να­τολή, διότι στοιχοῦμε στὴν παράδοση τῶν Ἀνατολικῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔδι­ναν βαρύτητα στὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Πατρίδα μας ἵσταται στὸ μέσον δύο κόσμων, τοὺς ὁποίους ἑνώνει, τοῦ Δυτι­κοῦ καὶ τοῦ Ἀνατολικοῦ. Λόγῳ ἱστορικῆς πορείας καὶ θέσης, εἶναι τὸ σταυροδρόμι μεταξὺ δύο κόσμων˙ ἕνα σταυροδρόμι ποὺ δὲν εἶναι ἕνα “δίπορτο” ἀβέβαιο, ἀλλὰ σίγουρο καὶ χρήσιμο. Οἱ ξένοι πάντοτε μᾶς θεωροῦσαν “ἰδιότροπους” καὶ ποτὲ δὲν καταλάβαιναν -οὔτε καὶ τώρα καταλαβαίνουν- τὶς ἀνησυχίες καὶ τὰ προβλήματά μας˙ ὅπως δὲν ἀντιλήφθηκαν τὴ σημασία ποὺ ἔχει γιὰ ἐμᾶς ὁ ὅρος “Μακεδονία”, διότι «nomen est omen», τὸ ὄνομα εἶναι σημεῖο. Δὲν ἀντιλήφθηκαν ποτὲ τὴν ἰδιο­συστασία μας, ὅτι ἱστορικὰ ἰσορροποῦμε ἀνάμεσα σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.

Τὸ ζήτημα εἶναι ἄν ἐμεῖς κατανοήσαμε τὸ προνόμιό μας, ὅτι ὡς ὀρθόδοξη χώρα “εἴμαστε ἡ Δύση τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἡ Ἀνατολὴ τῆς Δύσης”˙ ὅτι ἰσορροποῦμε μετα­ξύ δύο κόσμων καὶ ἔτσι λειτουργοῦμε, χωρὶς νὰ ἀπεμπολοῦμε τὴν παράδοση τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Ὁ οἰκουμενικὸς πολιτισμός, ποὺ φέρουμε, δὲν ἀντιτίθεται οὔ­τε στὴν Ὀρθοδοξία οὔτε στὸν Ἑλληνισμό.

Ἀνάμεσα στὴν ὑποταγὴ καὶ στὴν ἀντίσταση προτιμᾶμε τὴν ἀντίσταση στὸ πλέγμα (complex) κατωτερότητος καὶ τὴ συναίσθηση τοῦ πολιτισμικοῦ μας πλού­του, τῆς θεολογίας καὶ τῆς Παράδοσής μας, ποὺ εἶναι σαφῶς πράγματα ἀξιοζήλευ­τα. Αὐτὸ δὲν εἶναι ναρκισσισμός˙ εἶναι ἀντικειμενικὴ διαπίστωση καὶ δίδαγμα τῆς Ἱ­στορίας.

Γνωρίζουμε τὴν ταυτότητά μας καὶ δὲν διερχόμαστε κρίση ταυτότητος. Γι’ αὐτὸ ἀναγνωρίζουμε τὴν ἑτερότητα, τὸ διαφορετικό, ὄχι τὴ διαστροφή. Χωρὶς ἐγωπά­θει­α καὶ ἐσωστρέφεια, προτιμᾶμε τὴν αὐτοσυνειδησία. Ξέρουμε ποιοί εἴμαστε, διό­τι θέλουμε νὰ ξέρουμε ποιοί εἶναι οἱ Ἄλλοι, ἔστω καὶ ἂν εἴμαστε λίγοι. Τοὐλάχι­στον δὲν εἴμαστε εὐήθεις.

Πρέπει νὰ ξεδιαλύνουμε τί προτιμᾶμε: Νὰ ἀπολέσουμε τὴν ὁμοήθεια καὶ νὰ κερ­δίσουμε τὴν εὐήθεια; Νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ χρίσμα μας ἢ νὰ τὸ ἀπεμπο­λή­σου­με, γιὰ νὰ φθάσουμε στὸν μιθριδατισμό, ποὺ ἐν συνεχείᾳ ὁδηγεῖ στὸν ἀβδηρι­τι­σμό˙ ἀπὸ τὴν ἀνοσία στὴν ἀνοησία;  Ἡ ἐπιλογὴ εἶναι δική μας, ὑπεύ­θυ­νη καὶ λογική. Δὲν μᾶς ἐκπλήσσουν τὰ χειροκροτήματα, τὰ εὔσημα ἀπὸ κοινωνίες, ποὺ χρε­ω­κόπησαν ἠθικῶς. Ἡ ὀρθόδοξη Πατρίδα μας εἶναι κληρονόμος Παράδοσης αἰ­ώ­νων καὶ ἀγώνων, ποὺ δὲν θὰ ἀλλοιωθεῖ, ὅσο καὶ ἂν τὸ ἐπιχειροῦν κάποιοι.