Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ

 

Αν η Φλώρινα διέθετε ένα σύγχρονο Σολωμό-μοναδικός κι ανεπανάληπτος- θα είχε πλείστα όσα, να γράψει και να εκφράσει για τη γυναίκα της Φλώρινας και το βουβό ισόβιο δράμα της, που πολύ πρόσφατα έφυγε από τη ζωή ήσυχα, απλά κι αθόρυβα, πλήρης ετών και πλήρης εμπειριών που, αν κάποιος τις εξιστορούσε διεξοδικά, θα είχε να καταγράψει μια πορεία πλούσια, ενδιαφέρουσα, πονεμένη, γεμάτη αγώνα, αγάπη και στοργή, άξια να πρωταγωνιστήσει για το άγαλμα της μητέρας στην Φλώρινα.

Η μητέρα δεν επιβάλλεται με το παράστημα και την ενδιαφέρουσα μορφή, αλλά με τη γλυκύτητα του μητρικού φίλτρου, την αυταπάρνηση, τις θυσίες και το τιτάνειο ανάστημα της ψυχής.

Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά και οι ιδιότητες συγκροτούσαν την προσωπικότητα μάνα, γιαγιά, φίλη, γειτόνισσα της αείμνηστης Ελένης Γιαννακοπούλου.

Χήρεψε στα σαράντα της χρόνια με τέσσερα ανήλικα παιδιά, ενώ το μικρότερο ήταν μόλις τεσσεράμισι χρόνων, όταν κεραυνός εγκεφαλικού ράβδισε ανελέητα το δίμετρο σύζυγό της, ανήμερα των Φώτων το 1960.

Η γυναίκα αυτή αντίκρυσε το φώς του ήλιου στο χωριό Πολυπόταμος, που τώρα τη φιλοξενεί με αγάπη, στη γήινη αγκαλιά του. Έμαθε τα γράμματα τα Ελληνικά και είναι η πρώτη γηγενής θήλυς, που τελείωσε Γυμνάσιο από το χωριό της και εργάστηκε σ’ Ελληνική Υπηρεσία, το Τελωνείο. Έξυπνη, δραστήρια, ανήσυχη, ακάματη θέλησε να συνεχίσει και Πανεπιστήμιο, αφού τελείωσε και την Οικοκυρική Σχολή.

Επειδή καταγόταν από γεωργική περιφέρεια, λάτρευε τη φύση, αλλά επιθυμούσε φλογερά να βοηθήσει και την περιοχή της, να γίνει γόνιμη και παραγωγική. Σπούδαζε Γεωπονία στην εποχή του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ο πατέρας της ευκατάστατος στην Αμερική, Η.Π.Α., έστελνε χρήματα. Τότε συγκοινωνίες, ταχυδρομεία και επικοινωνίες, υποβαθμισμένες και από τον πόλεμο κατεστραμμένες, ελεγχόμενες, ή σχεδόν ανύπαρκτες. Ο ανεφοδιασμός της με τρόφιμα και χρήματα δυσχερής. Η μητέρα της προικισμένη με γυναικεία εφευρετικότητα και …. πονηριά, σοφίστηκε τρόπο, να διοχετεύει τα εφόδια προφυλαγμένα και κρυμμένα μέσα σε τσουβάλια γεμάτα κοπριά. Φόρτωνε το γάιδαρο, τα κατέβασε στον Ατραπό κι από εκεί έβρισκε τρόπο προώθησης στη Φλώρινα κι εκείθεν στη Θεσσαλονίκη.

Εξίσου καχύποπτες ήσαν και οι σκοπιές στους δρόμους, υποβοηθούμενες από σπιούνους ξενόδουλους και κακόβουλους «συγχωριανούς». Την πρόδωσαν και μια μέρα της ξεφόρτωσαν τα σακιά, τα ξέσχισαν και τ’ ανακάλυψαν όλα ή μάλλον επιβεβαίωσαν την προδοσία. Αποτέλεσμα: «Αντίο Πανεπιστήμιο, όνειρα, σπουδές!». Αυτή η γυναίκα σε διαφορετικές συνθήκες, άλλο περιβάλλον με τα πνευματικά της εφόδια, το πείσμα για πρόοδο και όχι σε εμπόλεμη εποχή, θα μπορούσε να συναγωνισθή την Καλλιρόη Παρρέν!! Εκτός από ανοικτό μυαλό και δυνατή θέληση, διέθετε και τρυφερή κι ευαίσθητη καρδιά, που δεν την άφησε ανέγγιχτη ο έρωτας της για το ράφτη Πανταζή Γιαννακόπουλο, ζωντανό και πληθωρικό τέκνο της Ζαχάρως Ολυμπίας, που είχε διαζευχθεί την πρώτη σύζυγο του. Κι έτσι «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει». Έγιναν οικογένεια και ανέλαβε τη φροντίδα της μικρής κόρης του, από τον πρώτο γάμο.

Απέκτησε δικά της έξι τέκνα, εκ των οποίων επέζησαν τα τρία. Δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Γιώργος, Ζωή Φώτης. Βοηθούσε τον άντρα της, κι όταν έφυγε τακτοποίησε τις δικές του υποχρεώσεις και άνοιξε απέναντι ακριβώς ένα μικρό μαγαζάκι με ποικίλα είδη. Είχε τα πάντα και δούλευε ασταμάτητα, μέχρι το απόγευμα του Σαββάτου, για να θρέψει πέντε στόματα μ’ αυτήν, για να μην τους λείπει τίποτε και με άγρυπνο μάτι πάνω τους, να μην τους συμβεί κακό. Το σπίτι: καμαρούλες μια «σταλιά» και κάτω η μικρή κουζινίτσα τους φιλοξενούσαν με αγάπη και θαλπωρή, ενώ το χειμώνα η μασίνα έκαιγε ασταμάτητα και οι μυρωδιές από τις λιχουδιές, που σχολώντας από τη δουλειά, τους ετοίμαζε πάνω της, γέμιζαν τη γειτονιά.

Εργαζόταν ασταμάτητα και πρόσεχε και τα παιδιά στις υποχρεώσεις του σχολείου, αν και μόνα ήσαν άξια και προσεκτικά. Το Σάββατο το βράδυ τα έλουζε, τα τάιζε, τα έβαζε για ύπνο. Αυτή συνέχιζε, για ν’ ανταποκριθεί και στις υπόλοιπες σπιτικές δουλειές.

Πάντρεψε και την Μαρίνα με τον αστυνομικό μνηστήρα της, ενώ είχε προλάβει κι είχε συμφιλιώσει τις δύο οικογένειες του Πανταζή.

Κυριακή πρωί ετοίμαζε το φαγητό. Μετά καζάνι και φασίνα, όση χρειαζόταν σε τόση οικογένεια. Πλύσιμο, ξέπλυμα, άπλωμα… μάζεμα, σιδέρωμα. Το χειμώνα όλα γίνονταν μέσα.

Οι εφιάλτες και οι κακοπληροφορητές δεν τελειώνουν, καιροφυλακτούν και βρίσκουν την ευκαιρία να σε πλήξουν, όπως το φίδι περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να κεντρίσει. Την κατήγγειλαν στον πρώην Σεβασμιώτατο, πως εργάζεται τις Κυριακές και γιορτές: πλένει, απλώνει, φουρνίζει κ.α. και δεν εκκλησιάζεται.

Την κάλεσε για επίπληξη. Πήγε και, αφού τελείωσε το «Κατηγορώ», ήρεμα με σεβασμό και παράπονο απάντησε: «Σεβασμιώτατε, εκεί στην Αγάπη έχετε τόσες μαζεμένες, που κάνουν μόνο προσευχές και μετάνοιες. Ας γίνουν καλές Σαμαρίτισσες, να έρχονται να με βοηθούν στις δουλειές κι εγώ, που έχω και σχετική αναπηρία, μα δεν διαμαρτύρομαι, θα είμαι η πρώτη, που θα σπεύσω στην εκκλησία». Βέβαια τότε,  δεν άλλαξε τίποτα; Έτσι βίωνε, με ευθύνες, φροντίδες, κόπο αδιαμαρτύρητα προσέχοντας τα παιδιά της, να πορεύονται σωστά στην κοινωνία, στα σχολεία και φρόντιζε και εγγονάκια.

Στην εφηβεία, ο πρώτος γιός της, ο χαρισματικός Γιώργος Γιαννακόπουλος, άρχισε ν’ αυθαδιάζει στο Γυμνάσιο. Είχε όμως κι ένα μεγάλο προσόν. Μια φωνή βελούδο, που αν την καλλιεργούσε και πρόσεχε θα είχε γίνει μέγας!

Μια και η αδερφή του ήταν στη Γερμανία με το σύζυγο της, Ιωάννη Αντωνιάδη και σπούδαζαν, αυτός Καθηγητής Φυσικής Αγωγής κι εκείνη Οικονομικά, πήγε εκεί για ανώτατες Σπουδές στην Μουσική. Η άτακτη όμως ζωή του και η επιπόλαιη αντιμετώπιση κάποιων καταστάσεων, αντί να τον στείλει στο ζενίθ, τον κατέβασε στο ναδίρ

Εν, τω μεταξύ με τη βοήθεια του πατέρα της, που επέστρεψε στα πάτρια εδάφη από τις Η.Π.Α., η μητέρα αγόρασε και το σπιτάκι, όπου είχε περισσότερη άνεση, δική της στέγη και συνέχιζε τον αγώνα της.

Πληγωμένη, πονεμένη και παραπονεμένη, μάζεψε τον γιό, τον συνέδραμε, τον πρόσεξε, τον φρόντισε, τον θεράπευσε από το σαράκι του αλκοόλ, που προσβάλλει και μαραίνει τους περισσότερους καλλιτέχνες.

Ο μικρότερος γιός, ο Φώτης, ήσυχος, μετρημένος μεγάλωσε κι αποφοίτησε από το οκτατάξιο Γυμνάσιο, πήγε στη Γερμανία να σπουδάσει σε Πανεπιστήμιο, για να έχει την παρακολούθηση και τη φροντίδα της αδερφής.

Ξεσπιτώθηκε και η αείμνηστη και πήγε εκεί, για συμπαράσταση και βοήθεια σε όλους. «Προόδευε εν παιδεία και προέκοπτε εν σοφία» ο Φώτης είναι κι σήμερα Καθηγητής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών  στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας.

Όλοι έχουν οικογένεια και χάρισαν στη μητέρα τους αρκετά εγγόνια.

Κατά την απουσία της Ελένης, η κατάσταση του Γιώργου χειροτέρεψε με αποτέλεσμα η μητρική καρδιά, να δεχθή ξανά τη μαχαιριά του μαύρου μακελάρη και ο Γιώργος διοργανώνει πλέον συναυλίες στα ουράνια δώματα.

Ήρθε στην Ελλάδα να είναι «κοντά» του, γηροκόμισε και τους δύο γονείς της. Βοηθούσε, όσο μπορούσε τα παιδιά της, προ πάντων με προϊόντα Ελληνικά, νόστιμα, παραδοσιακά και αναντικατάστατα. Ακάματη, ανήσυχη, μέσα σ’ όλα.

Κάπου σε μια τόσο δύσκολη και με απαιτήσεις ζωή, στις μοναχικές της στιγμές, να την έπνιγε η μοναξιά, η απόγνωση, τα ερωτηματικά για το μέλλον, αλλά ο κάματος επουλωτικός και θεραπευτής τη βύθιζε στο Βασίλειο του Ύπνου, για ανάπαυση, κι ανάκτηση δυνάμεων, για επόμενους αγώνες της εξισορρόπησης καταστάσεων και της επιβίωσης.

Αγωνίστρια της ζωής και της βιοπάλης, με ιώβεια υπομονή, ανεξάντλητη αντοχή, και Ηράκλεια δύναμη, παρά το μικρόν και τραυματισμένο δέμας, κάτοχος κι εφαρμόστρια όλων των μορφών  της λαϊκής Τέχνης, εκτός από τις επιβεβλημένες της καθημερινότητας, έπλεκε τέλεια, σαν μεταξοσκώληκας, ύφαινε σαν τη Νιόβη και κεντούσε, όπως οι μέλισσες τα κελιά τους.

Ο χρόνος όμως φέρνει φθορά στο σώμα. Ο εγκέφαλος της λειτουργούσε ανελλιπώς. Όταν η κατάσταση της η κινητική, γιατί η υγεία της ήταν άψογη, επιβαρύνθηκε  την πήρε η κόρη της στη Γερμανία και την πρόσεχε τόσο, που και η ίδια εξέφραζε την ευχαρίστησή της στα παιδιά της και το Γιάννη το γαμπρό της λέγοντας: « Ο Γιάννης δεν είναι γαμπρός, είναι γιός».

Πρέπει να έφυγε ήσυχη κι ανάλαφρη, καθώς δεν υπέφερε καθόλου.

Ας βρήκε τη γαλήνη, όσους δικούς της την καρτερούσαν και την αιώνια ειρήνη.

Τα παιδιά της να ζουν, να τη θυμούνται με την αγάπη και το σεβασμό, που της άξιζε.

Να νιώθουν πλήρη ηθική ικανοποίηση, γιατί της τα πρόσφεραν όλα.

Τώρα αναπαύεται με γαλήνη στην ειρηνική αγκαλιά της γενέτειράς της, κάτω από την στοργική σκέπη του Πολυποταμιώτικου ουρανού. Αιώνια η μνήμη της.

E.Z.