Μάνα
Σαββίδου – Κοσμίδου Ελένη
Δοξάζω εσένανε θεέ που έστειλες τον υιόν σου στη γη για τη σωτηρίας μας να σταυρωθεί μα του έδωσες την Παναγία μάνα να μεσιτεύει για μας, να κλαίει και να θρηνεί.
Μάνα, μητέρα, μανούλα, μαμά, όπως και αν την πούνε, με όποιο επίθετο κι αν την προσφωνούνε, είναι όνομα ιερό, άγιο αγνό, είναι μια λέξη που γεμίζει την ψυχή, γλυκαίνει τη ζωή, γαληνεύει την σκέψη, γιατί η μάνα:
Νεαρή, ηλικιωμένη, πλούσια, φτωχή, μορφωμένη, αγράμματη, ορθόδοξη χριστιανή, εβραία ή σε όποια άλλη θρησκεία κι αν ανήκει, σε όποιο μέρος της γης αν βρίσκεται, περιβάλλεται από το φωτοστέφανο της αγιότητας, γιατί η καρδιά της, η ψυχή της, το είναι της όλο σκορπά την πιο αγνή, ειλικρινή, ανιδιοτελή αγάπη.
Μάνες: ηρωίδες της καθημερινότητας, μάνες του πολέμου, της προσφυγιάς, της ξενιτιάς, μάνες της ορφάνιας, της φτώχιας, του πλούτου, μάνες παιδιών με ιδιαίτερες ικανότητες, διπλά μάνες της καρδιάς όσες δεν γέννησαν μα αγάπησαν, αφοσιώθηκαν σε παιδιά που γέννησαν άλλες. Μάνες που δίνονται ολόψυχα, που υποστηρίζουν με υποδειγματική γενναιότητα, με αυταπάρνηση, με αυτοθυσία τα παιδιά τους.
Η μάνα είναι η αρχή, η ρίζα, ο κορμός του δέντρου, ο πυρήνας της οικογένειας της κοινωνίας, χαρά, κλωνάρι γίνεται, αγκαλιά της κάθε λύπης, στήριγμα υγείας, πηγή ζωής, ζεστή φωλιά, σκέπη που μας καλύπτει.
Και αν ήταν κάπως μπορετό όλες της γης οι μάνες να ανταμώσουν με πόνο αγάπη, ζεστασιά, ελπίδα, σε ό,τι Εσύ έπλασες θα δώσουν γιατί και τα άγρια και τα θεριά η μητρότητα ημερεύει.
Ο λύκος μάνα τρυφερή, μικρά παιδιά θηλάζει, προστατεύει,. Η κλωσσομάνα μπρος στην αητό θεριεύει, πολεμάει, για να γλυτώσει τα κλωσσόπουλα, γιγαντώνεται, τον αητό νικάει. Ο πελαργός σαν δεν μπορεί από τη φωτιά που έπιασε η φωλιά να σώσει το μικρό του, μένει μαζί του, καίγεται, θρηνώντας το χαμό του. Ακόμα της μάνας η καρδιά που ξεριζώθηκε από το μαχαίρι του γιου της του φονιά, σαν πέσει στο δρομάκι γυρνά αυτή, θρηνεί και το ρωτά, μη χτύπησες παιδάκι;
Μια νύχτα του ’49
βάζουν στο σπίτι μας φωτιά
Μας καίνε όλα τα ζωντανά
Και όλα της μάνας τα προικιά
Μέσα σε έναν ασβεστόλακο κρυφά
Η μάνα μου μας βάζει
Μ’ αγκάθια και ξερόκλαδα με το κορμί της
Η δόλια μας σκεπάζει
Και το μωρό το τρίμηνο
Στο στήθος της το βάζει
Γάλα δεν έχει ούτε σταλιά
Το αίμα της καρδιάς ρουφά
Το κλάμα του να πάψει
Μη προδοθεί η κρυψώνα μας
Και χαθούν όλα της τα παιδιά
Τρέμει το φυλλοκάρδι μας
Το κορμί αναριγεί
Κι η μάνα μας αδάκρυτη
Με πανιασμένα χείλη
Αμίλητη βουβή
Μα με βλέμμα αποφασιστικό
Θα σας σώσω είμαι εδώ
Απλώνει τα δυο χέρια της
Έξι ορφανά αγκαλιάζει
Ακούμε τους χτύπους της καρδιάς και αυτό μας ησυχάζει. Ξημέρωσε, πάει το κακό, όπλα, φωνές σίγησαν. Είμαστε όλοι ζωντανοί μα η μάνα ακόμη είναι βουβή. Γυρνώ στα μάτια την κοιτώ. ΝΑΙ, ΕΙΣΑΙ ΜΑΝΑ, ξέρω εγώ.
Αυτήν τη μάνα την αγωνίστρια, την αγνή, που ήρθε σε τούτη τη ζωή μόνο για να προσφέρει, να θυσιάζεται για τα παιδιά της, να αναπνέει. Αυτήν την μάνα την ιερή, την Ελληνίδα μάνα ας αγκαλιάσουμε ζεστά, ας την κρατήσουμε ψηλά στο σπίτι, στην οικογένεια. (ποτέ σε γηροκομείο, ίδρυμα).
Γιαγιά με κάτασπρα μαλλιά, τις ιστορίες της στα εγγόνια της να λέει, να νιώθει την αγάπη, τη στοργή και αλήθεια τι πιο ωραίο, τι τρυφερό, από χαρά να κλαίει.
Κι εγώ η ταπεινή που δεν γνώρισα πατέρα και που η ορφάνια με ξενοάρπαξε από τη μάνα, λέω:
Όλου του κόσμου τα καλά, του ονείρου, του ουρανού τα αστέρια κι αν σας δώσουν, δεν θα μπορέσουν μιας στιγμής αγκάλιασμα μάνας να αναπληρώσουν.
Και η μούσα του λαού που τραγουδά, η λύρα, η φλογέρα, το κλαρίνο, όσα τραγούδια μάνας κι αν θα πει, όσα ποιήματα ο ποιητής κι αν γράψει θα είναι λίγο. Γιατί..
Η μάνα εν κρύο νερόν και σο ποτήρ’ κε μπαίν’
Η μάνα να μη ίνεται, η μάνα να μη εν
Η μάνα να μη εν
Όταν γερά η μάνα και άλλο κε πορεί
Ατότε θέλ’ βοήθειαν, ατότε θέλ’ ζωήν
Ατότε θέλ’ ζωήν
Κι όταν θα έρτε η ώρα και άλλο κι θα ζει
Αμαν κι ευτας το χρέος σοις θα καίεται η ψύ σ’
Η μάνα εν βράχος, η μάνα εν ρασίν
Σον δύσκολον την ώρα σ’ , μανίτσα θα τσαείς
Μανίτσα θα τσαείς
Η μάνα εν το στήριγμαν, τη χαράς το κλαδί
τ’ ατηνές η εγάπη κε βρίεται ση γην
Η μάνα εν κρύο νερόν…
Θα δεβαίνε τα χρόνεα, θα γέρουμε και μεις
Ατά είναι με τη σειρά κι θα γλιτών’ κανείς
κι θα γλιτών’ κανείς
και ολ’ πρέπ’ να εξέρουμε σ’ αούτο την ζωήν
χωρίς τη μάνας την ευχήν κανείς κε λέπ’ χαΐρ.