Μνήμη Γρηγόρη Λαμπράκη

Σεβαστές Αρχές, κάτοικοι της μαρτυρικής κοινότητας Δροσοπηγής, φίλες και φίλοι,

Νιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση, που λίγες φορές έχω βιώσει, καθώς καλούμαι να μιλήσω σήμερα για τον μάρτυρα της ειρήνης και της δημοκρατίας Γρηγόρη Λαμπράκη, πολιτικό άνδρα και κοινωνικό αγωνιστή με απαράγραπτο ιστορικό αποτύπωμα σε μια εθνική γενεαλογία ηρώων που είναι κυρίαρχη στη συλλογική συνείδηση των δημοκρατικών πολιτών. Για έναν άνθρωπο αδαμάντινης κοινωνικής και πολιτικής ηθικής που έμελλε με τη θυσία του 60 χρόνια πριν να γίνει ένα από τα πλέον επιδραστικά διεθνή και διαχρονικά σύμβολα του αγώνα για μια ζωή ελεύθερη, με κοινωνική δικαιοσύνη και σεβασμό στην ανθρώπινη αξία.

Ο προσωκρατικός φιλόσοφος Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος έχει πει την εξής περίφημη ρήση: «ακόμα και αν τυχαία είπε κανείς την πλήρη αλήθεια, ο ίδιος δεν το ξέρει». 25 Μαΐου του 1963 ο Γ. Ρίτσος και ο Μ. Θεοδωράκης σπεύδουν στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, όπου έδινε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή ο θανάσιμα χτυπημένος από το μυσαρό χέρι του παρακράτους ανεξάρτητος βουλευτής Γρηγόρης Λαμπράκης, που ήταν συνεργαζόμενος με την «Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά». Κάποια στιγμή, ο οδηγός του ταξί ακούστηκε να λέει στη σχετική συζήτηση: «τις ημέρες αυτές οι νοικοκυρές στη Θεσσαλονίκη δεν μαγειρεύουν». Οι επιβάτες άκουγαν έκπληκτοι μια αφοπλιστικής απλότητας λαϊκή διατύπωση για εκείνο το βαρύ δημόσιο πένθος που σκοτείνιαζε τον ουρανό της συμπρωτεύουσας σε συμπαράσταση προς τον διακεκριμένο γιατρό από την Κερασίτσα Αρκαδίας, πρωταθλητή του στίβου, πολυβαλκανιονίκη και βουλευτή Πειραιά από το 1961 με το «Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο Ελλάδας» (ΠΑΜΕ). Είναι ο άνθρωπος που ως μέλος της Εθνικής Αντίστασης και νεαρός επονίτης είχε ιδρύσει μαζί με συναθλητές του στη διάρκεια της Κατοχής την «Ένωση Ελλήνων Αθλητών», η οποία διοργάνωνε αγώνες και με τα έσοδα από αυτούς ενισχύονταν τα λαϊκά συσσίτια. Συνεπώς, εκτός από το γεγονός, φίλες και φίλοι, ότι στο ηρωικό και φιλοπρόοδο χωριό της Δροσοπηγής υπάρχουν άνθρωποι που υπήρξαν μέλη των «Λαμπράκηδων» συντρέχει, θεωρώ, και η παράμετρος της αντιστασιακής δράσης του Γ. Λαμπράκη που μετατρέπει σε ευτυχή σύμπτωση την αποψινή εκδήλωση στην πολύπαθη, κατά την Κατοχή, Δροσοπηγή. Σαν το μυστικό συναπάντημα των νερών, όπως γράφει ο Γ. Σεφέρης, κάτω από τον πάγο.

Τον Απρίλιο του 1963 ο Γ. Λαμπράκης είχε συμμετάσχει ως ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος της «Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη» στις εκδηλώσεις για την ειρήνη στο Χάυντ Παρκ του Λονδίνου. Λίγες μέρες μετά, στις 21 Απριλίου του 1963 πραγματοποιούσε μόνος του, παρά την κυβερνητική απαγόρευση, την πρώτη πορεία ειρήνης, με αφετηρία τον Τύμβο του Μαραθώνα, ώσπου 14 χιλιόμετρα μετά τον σταμάτησε με τη βία η αστυνομία. Η Φρειδερίκη λέγεται ότι ζήτησε μαινόμενη την κεφαλή του επί πίνακι: «Μα δεν θα υπάρξει ένας άνθρωπος να με απαλλάξει από αυτόν;». Τον ίδιο μήνα η Επιτροπή των «Φίλων της Ειρήνης» της Θεσσαλονίκης τον καλούσε σε εκδήλωσή της ως κεντρικό ομιλητή. Ο Γ. Λαμπράκης ανταποκρίθηκε στην πρόκληση χωρίς δεύτερη σκέψη, παρά το ότι φίλοι και συνοδοιπόροι του είχαν προσπαθήσει να τον εμποδίσουν. Και οι φόβοι τους ήταν πέρα για πέρα δικαιολογημένοι.

Η συμπρωτεύουσα, με προϊστορία στις πολιτικές δολοφονίες, η πόλη των Φαντασμάτων όπως την αποκάλεσε ο Mark Mazower, έμοιαζε με μπαρουταποθήκη έτοιμη να εκραγεί από τη δυναμίτιδα του πολιτικού μίσους και της ιδεολογικής εχθροπάθειας. Σε αυτό το ναρκοπέδιο έμπαινε ο πρωτολάτης της ειρήνης και σαν άλλος Μαρίνος Αντύπας όδευε προς μια οργανωμένη παγίδα θανάτου, απέναντι σε ένα σάπιο και διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας και παραεξουσίας. Έξω από τον κλειστό χώρο όπου γινόταν η συγκέντρωση των «Φίλων της Ειρήνης» είχε οργανωθεί μια «αντισυγκέντρωση» από δήθεν αγανακτισμένους, ομάδες παρακρατικών, ένας όχλος τραμπούκων φιλοναζιστικής κοπής με γνωστή προϊστορία δωσιλογισμού και σχέση με τα κατοχικά Τάγματα Ασφαλείας. Δίπλα τους και ανάμεσά τους οι υψηλόβαθμες αστυνομικές αρχές. Από πάνω τους το άγρυπνο μάτι του αμερικανικού και ανακτορικού παράγοντα. Το σχέδιο της δολοφονίας, με την ονομασία «Μετακόμιση», συνταγμένο στην ταβέρνα «Τα έξι γουρουνάκια» στην Τούμπα υπό την εποπτεία του ναζιστή Ξ. Γιοσμά, κατά κόσμον Φον Γιοσμά, ανέλαβε να το εκτελέσει το υποκοσμικό δίδυμο των σεσημασμένων κακοποιών Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη. Με τέτοιας υποστάθμης ανθρώπους συναλλασσόταν το καθεστώς εξουσίας της εποχής, από το αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς μέχρι την καμαρίλα του παλατιού. Αυτούς όπλισε τη νύχτα της 22ας Μαΐου του 1963, μια νύχτα που έχει περιγράψει, με μοναδικό τρόπο, ο αείμνηστος γενναιόφρων Αντεισαγγελέας Εφετών Παύλος Δελαπόρτας στην πρότασή του προς το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, τμήμα της οποίας σας μεταφέρω σε δημοτική απόδοση: «Μεταξύ της 8.30 και 10.00 νυκτερινής της 22ας Μαΐου 1963 οι σεισμογράφοι που είναι εγκατεστημένοι σε κάθε ανθρώπινη συνείδηση, αυτοί που ονομάζονται σεισμογράφοι του «περί δικαίου αισθήματος» και υφίστανται κραδασμούς με ισχύ ανάλογη προς το μέγεθος της προσβολής του δικαίου και προς την ψυχική ευαισθησία και καλλιέργεια κάθε ανθρώπου, σημείωσαν μια σειρά από ισχυρότατες και αλλεπάλληλες δονήσεις […] με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, στο τμήμα των διασταυρώσεων των οδών Βενιζέλου, Σπανδωνή, Ίωνος Δραγούμη και τους γύρω χώρους […] στο κεντρικότερο σημείο της Θεσσαλονίκης και αφού είχε προηγηθεί ένα χωρίς προηγούμενο όργιο παρανομιών, κακοποιήσεων πολιτών, ύβρεων, λιθοβολισμών εναντίον αίθουσας όπου διεξαγόταν ομιλία την οποία άκουγε μεγάλο πλήθος […] εκεί δύο έλληνες πολίτες, ο Γεώργιος Τσαρουχάς και ο Γρηγόρης Λαμπράκης υπέστησαν αλλεπάλληλες επιθέσεις, με αποτέλεσμα την επικίνδυνη σωματική κάκωση του πρώτου και τη θανάτωση του δεύτερου […]». Η ανακοίνωση της Αστυνομίας ήταν ότι επρόκειτο για τροχαίο ατύχημα. Η διαλεύκανση του εγκλήματος οφείλεται στις επίμονες προσπάθειες και την ευσυνειδησία των δημοσιογράφων Γιάννη Βούλτεψη, Γιώργου Μπέρτσου, Γιώργου Ρωμαίου, καθώς και δικαστικών λειτουργών, όπως του Δελαπόρτα, του  Μπούτη, του Παπαντωνίου και του Σαρτζετάκη.

Η δολοφονία του Γ. Λαμπράκη στηρίχθηκε στη μέθοδο των «αντισυγκεντρώσεων», την οποία είχε εμπνευσθεί και εισηγηθεί ο Γ. Γεωργαλάς, ο γνωστός θεωρητικός της Χούντας. Εκεί, στον χώρο όπου ορχούνταν λυσσωδώς οι εκατοντάδες παρακρατικοί, φωνάζοντας εν χορώ το σύνθημα «Λαμπράκη θα πεθάνεις!», ήταν παρόντες αστυνομικοί και στρατιωτικοί με πολιτικά εκ των οποίων πολλοί αναγνωρίστηκαν στις φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο της εποχής. Ήταν παρόντες 180 ατάραχοι άντρες της Χωροφυλακής, καθώς και όλη η τοπική ηγεσία του Σώματος: ο στρατηγός και επιθεωρητής χωροφυλακής Β. Ελλάδας, ο διευθυντής και ο υποδιευθυντής της αστυνομίας, ο διοικητής εθνικής ασφάλειας και υπομοίραρχοι. Ο Γ. Λαμπράκης, αφού έκλεισε την ομιλία του με την ευαγγελική ρήση «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί ότι αυτοί Υιοί Θεού κληθήσονται», σαν να προαισθανόταν αυτό που θα ακολουθούσε, ζήτησε από τις παρευρισκόμενες αστυνομικές αρχές να εγγυηθούν  τη σωματική ακεραιότητα του ίδιου και των ανθρώπων που συμμετείχαν στην εκδήλωση. Οι παρακλήσεις έπεσαν στο κενό. Και ενώ οι παρακρατικοί επιδίδονταν σε προπηλακισμούς και κακοποιήσεις, εισέβαλε το τρίκυκλο και ο Εμμανουηλίδης χτύπησε θανάσιμα τον κήρυκα της ειρήνης στο κεφάλι. Τη νύχτα εκείνη στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ συνέβαινε να εφημερεύει ως ακτινολόγος ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης. Το πόρισμα συντριπτικά απογοητευτικό. Η κατάσταση κρινόταν μη αναστρέψιμη.

Θα αναρωτιόταν, εύλογα, κανείς ποιοι ήταν οι επιστρατευμένοι της αντισυγκέντρωσης, αυτοί που ως μίσθαρνα όργανα της αστυνομοκρατίας της εποχής και του χρηματοδοτημένου με μυστικά κονδύλια παρακράτους είχαν μετατρέψει τη χώρα σε ένα πεδίο τρομοκρατίας, χαφιεδισμού, λογοκρισίας, φακελώματος του πολίτη και θεσμοποίησης των κοινωνικών αποκλεισμών. Η απάντηση είναι ότι επρόκειτο, κατά κανόνα, για ανθρώπους φτωχούς από τα ταπεινά λαϊκά στρώματα που οι αρχές τούς αλίευαν, με εκβιασμούς και μικρά ή μεγάλα ανταλλάγματα, από τον χώρο του μεροκάματου, κυρίως από την περιοχή του λιμανιού και της αγοράς. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης δήλωνε τη μέρα εκείνη για αυτούς τους ανθρώπους: «Αλλά αν οι τραμπούκοι αυτοί ήταν σε θέση να διαβάσουν δύο γραμμές και να τις καταλάβουν, θα έβλεπαν τότε ότι φωνάζουν ενάντια στα ίδια τα συμφέροντά τους. Γιατί είναι όλοι φτωχοί, ρακένδυτοι, μεροκαματιάρηδες ή χωρίς μεροκάματο […] όλοι τους έχουν παιδιά που δεν μπορούν να πάνε στο Γυμνάσιο, γυναίκες άρρωστες, δόντια χαλασμένα, έλκη, φοβίες, σάπια πνευμόνια […] άνθρωποι αξιολύπητοι που ποτέ δεν θα μάθουν ότι εμείς αγωνιζόμαστε για την ουσιαστική αναβάθμιση της ζωής τους […]».

Η δολοφονία του Γ. Λαμπράκη συνδέεται αιτιακά με την ιστορική συνθήκη του Ψυχρού  Πολέμου και την εμπλοκή των Η.Π.Α. στον πόλεμο του Βιετνάμ, γεγονότων που καθόρισαν αποφασιστικά την εξωτερική πολιτική και τα γεωστρατηγικά συμφέροντα, σε συνάφεια πάντα με τις συμμαχίες και τους επίσημους ή άτυπους συνασπισμούς που είχαν διαμορφωθεί διεθνώς. Η Ελλάδα, στη σκιά των συνεπειών του Εμφυλίου, δεν βάδισε στον δρόμο της εθνικής ενότητας και συμφιλίωσης αλλά επέλεξε, με προμετωπίδα το ιδεολόγημα του «από βορρά κινδύνου», να εμπεδώσει τους όρους λειτουργίας ενός κράτους που θα αποσοβούσε την «ερυθρή απειλή» μέσα από την ενεργοποίηση της θεσμικής μηχανής των κοινωνικών αποκλεισμών, των προγραφών και της αστυνόμευσης, ώστε η χώρα να μπορεί να λειτουργεί ως γέφυρα των Αμερικανών για τον έλεγχο της Μ. Ανατολής. Η πολιτική του διχασμού είχε, μάλιστα, ενταθεί μετά την ανάδειξη το 1958 στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης της Ε.Δ.Α., η οποία αντιμετωπιζόταν από τους πολιτικούς της αντιπάλους ως συγκαλυμμένη έκφραση του Κ.Κ.Ε. Οι πολίτες διαχωρίστηκαν σε Έλληνες και ανθέλληνες, με τη ρητορική της λεγόμενης εθνικοφροσύνης να διαχέεται σε όλο το φάσμα της δημόσιας ζωής, της Εκπαίδευσης, της δημόσιας διοίκησης και του Τύπου, ενώ η λειτουργία της κρατικής μηχανής εξαντλούνταν στη εξέταση όρων και προϋποθέσεων για τη χορήγηση πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων. Σύμφωνα με τα στρεβλά κριτήρια της κρατικής και παρακρατικής μηχανής, ο δηλωμένος φίλος της ειρήνης αντιμετωπιζόταν ως δυνάμει κομμουνιστής ή κρυπτο-κομμουνιστής, άρα -για τη δική τους λογική- εχθρός της πατρίδας, άρα άξιος καταδίκης. Άρρωστοι καιροί, άρρωστα ήθη. Ακόμα και η «Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη», που είχε ιδρυθεί το 1955 από την Ε.Δ.Α. και της οποίας ιδρυτικός μέλος ήταν ο Γ. Λαμπράκης, αλλά και η φιλειρηνική οργάνωση νέων «Σύνδεσμος Μπέρτραντ Ράσελ» θεωρήθηκαν από την κυβέρνηση και κυρίως από τους παρακρατικούς μηχανισμούς όργανα της Ε.Σ.Σ.Δ. Σκεφτείτε, μόνο, φίλες και φίλοι, ότι την ημέρα που ο Γ. Λαμπράκης επιχειρούσε την ημιτελή πορεία ειρήνης στον Μαραθώνα, οι παρακρατικοί είχαν αναρτήσει πανό που έγραφε: «Έξω η κομμουνιστική πορεία από τον Μαραθώνα». Και επειδή μιλούμε για τις παρακρατικές συμμορίες, ας μη θεωρηθεί ότι η δολοφονία του Γ. Λαμπράκη ήταν μεμονωμένη πράξη κάποιων θερμοκέφαλων ακροδεξιών νοσταλγών του φασισμού. Τη δολοφονία του την απεργάστηκαν ξένες υπηρεσίες και την εκτέλεσε το ελληνικό παρακράτος με τη συνέργεια του παλατιού και εκπροσώπων του επίσημου κράτους. Ήταν, μάλιστα, ένας βασικός κρίκος σε μια αλυσιδωτή σειρά σκοτεινών ενεργειών και εγκληματικών πράξεων, που είχαν ως απώτερο στόχο την προπαρασκευή του εδάφους για την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας. Όπως χαρακτηριστικά είχαν γράψει οι δημοσιογράφοι Γιώργος Μπέρτσος και Γιάννης Βούλτεψης, «το τρίκυκλο ήταν της Χούντας».

Η σορός του περιστεριού της ειρήνης μεταφέρθηκε με σιδηροδρομική αμαξοστοιχία στην Αθήνα χωρίς ενδιάμεση στάση. Οι Αρχές, πληροφορημένες ότι είχαν ήδη κατακλυστεί από κόσμο οι ενδιάμεσοι σταθμοί, φοβούνταν την έκρηξη της λαϊκής οργής και μάλιστα πίεζαν την οικογένειά του να μη γίνει η κηδεία στην Αθήνα. Ακόμα και νεκρό τον φοβούνταν. Τον φοβούνταν από την πρώτη στιγμή της κοινωνικο-πολιτικής δράσης του, γιατί ο ίδιος, όντας ανεξάρτητος γινόταν η έκφραση μιας νέας πολιτικής δυναμικής από το κέντρο προς την αριστερά. Συνεπώς έβλεπε ο ξένος παράγοντας μαζί με τους εγχώριους δορυφόρους του ότι ο Γ. Λαμπράκης θα γινόταν η έκφραση της ευρύτερης αριστεράς συγκινώντας με το αγωνιστικό του παράδειγμα το αστικό κοινωνικό κέντρο.

Η λαϊκή οργή δεν γινόταν να πνιγεί μπροστά σε έναν τέτοιο έγκλημα. Αμέσως δημιουργήθηκε ένα παλλαϊκό δημοκρατικό ξέσπασμα. Μια ανεπανάληπτη σε όγκο πομπή δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων συνόδευσαν τον μάρτυρα της ειρήνης στο Μεγάλο Αμφιθέατρο της Ιστορίας. Τον αέρα της Αθήνας έσχιζε το σύνθημα «Κάθε νέος και Λαμπράκης». Ποιοι ήταν αυτοί που τον συνόδευσαν; Ήταν οι άνθρωποι της γενιάς της Αντίστασης, από τη Δραπετσώνα και το Κερατσίνι μέχρι την Κοκκινιά και το Χαϊδάρι, και από εκεί μέχρι την Καισαριανή και τον Βύρωνα, που είχαν πληρώσει και ακόμη πλήρωναν τη συμμετοχή τους στον μεγάλο πατριωτικό αγώνα. Ήταν η γενιά του 1-1-4. Ήταν οι δημοκρατικοί πολίτες κάθε ηλικίας, οι άνθρωποι του μόχθου, ανάμεσά τους αμέτρητοι νέοι, που δοκιμάζονταν στη μέγκενη των κοινωνικών αποκλεισμών και σε ένα δυσμενές γι’ αυτούς μετεμφυλιακό περιβάλλον. Ήταν πολλοί φιλελεύθεροι, όχι απαραίτητα άνθρωποι με αναγνωρισμένη πολιτική ταυτότητα αλλά με σύνεση και σωφροσύνη, που πίστευαν στις δημοκρατικές αξίες και διαμαρτύρονταν με ιερή αγανάκτηση για τον παρακρατικό Λεβιάθαν. Ήταν οι άνθρωποι που έζησαν, άμεσα ή έμμεσα, την κόλαση των Στρατοδικείων και έβλεπαν στον Λαμπράκη τους δικούς τους ανθρώπους, άλλους στα σίδερα και άλλους στο χώμα. Όπως το γράφει ο Όμηρος: όλοι έκλαιγαν τον νεκρό Έκτορα, αλλά την ώρα εκείνη ο καθένας αναθυμόταν τον άνθρωπο που είχε χάσει στις μάχες. Ήταν, επίσης, το πιο ανθηρό κομμάτι της διανόησης που πάσχιζε να ανοίξει νέους φωτεινούς δρόμους μέσα στον ζόφο της παρακμής και της φασιστικής ανομίας. Ήταν και μέλη οργανώσεων ειρήνης από διάφορα μέρη του κόσμου. Τον Λαμπράκη τον συνόδευσε σύσσωμη η συλλογική ιστορική μνήμη της αγωνιστικής παράδοσης αυτού του λαού και ο βαθύς πόθος του για εκδημοκρατισμό. Με τη θυσία του ζωντάνευε ένας μακρύς κύκλος αίματος και την ίδια στιγμή ιδρυόταν με πρωτοβουλία του Μίκη Θεοδωράκη η «Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη», που θα διαδραμάτιζε σημαίνοντα ρόλο στο προοδευτικό κίνημα του τόπου. Στην πομπή που συνόδευε τον ευπατρίδη κοινωνικό επαναστάτη ήταν τα «άδικα κομμένα άγουρα ρόδα», για να θυμηθούμε τον ποιητή Μ. Αναγνωστάκη. Ήταν αυτοί που περίμεναν, όπως γράφει ο ποιητής Γ. Ρίτσος, στον ξύλινο πάγκο, που κάθε τους λέξη ήταν μια γωνιά μαύρο ψωμί, ένα δέντρο πλάι στο βράχο, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι αλλά και ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα, αυτοί που τα δακτυλικά τους αποτυπώματα, σαν πυκνές σιδηροδρομικές γραμμές, θα διέσχιζαν το μέλλον.

Γράφει ο Γ. Σεφέρης σε ένα από τα ποιήματα της συλλογής Τρία κρυφά ποιήματα:

 

Ποιός άκουσε καταμεσήμερα

το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;

Ποιός καβαλάρης ήρθε

με το προσάναμμα και το δαυλό;

Καθένας νίβει τα χέρια του

και τα δροσίζει […]

Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός […]

Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.

Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.

 

Κατάργησαν τα μάτια τους, τυφλοί. Ο στίχος συμπυκνώνει την κατάληξη της δίκης για την υπόθεση Λαμπράκη, που έγινε 3 χρόνια μετά τη δολοφονία, κράτησε 67 μέρες και το αποτέλεσμά της, πρόκληση για το δημοκρατικό αίσθημα του λαού, μαρτυρά τον βαθμό του εκφυλισμού των θεσμών σε ένα κράτος που λειτουργούσε υπό τη σκέπη του τρόμου και δεν θα αργούσε να εισέλθει στη δίνη της δικτατορίας. Οι ένορκοι αδιαφόρησαν για τα ατράνταχτα ενοχοποιητικά στοιχεία, αθώωσαν 22 από τους 31 κατηγορούμενους και έκριναν ότι ο θάνατος «είχε προέλθει εξ αμελείας». Οι δύο φυσικοί αυτουργοί, Εμμανουηλίδης και Γκοτζαμάνης εξέτισαν ελάχιστη ποινή και αμνηστεύθηκαν από τη Χούντα. Οι εμπλεκόμενοι στο έγκλημα ανώτεροι αξιωματικοί πήραν προαγωγές ή κατέλαβαν καίριες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Ο αστυνομικός, όμως, που έτυχε να τους συλλάβει πήρε δυσμενή μετάθεση στην περιφέρεια. Ο «Τίγρης» καταδικάστηκε για συκοφαντική δυσφήμιση. Οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής εξορίστηκαν στη Γιούρα. Ο ανακριτής Σαρτζετάκης και ο εισαγγελέας Δελαπόρτας αποπέμφθηκαν από το δικαστικό σώμα το 1968. Ο Σαρτζετάκης βρέθηκε και στις φυλακές Κορυδαλλού. Το ίδιο και δημοσιογράφοι που αποκάλυψαν τη δολοφονία. Η δίκη αυτή, όπως έγραφε η εφημερίδα Το Βήμα, δεν είχε καταλήξει πουθενά. Θυμάστε τον επίλογο του Ζ του Βασίλη Βασιλικού; «Μένει να βρεθεί ποιος διέταξε αυτόν που διέταξε εκείνον που διέταξε τον άλλον που διέταξε να σε χτυπήσουν».

Φίλες και φίλοι,

60 χρόνια μετά, στην πόλη των φαντασμάτων ο χρόνος έχει αλλάξει τη ρυμοτομία στον τόπο του εγκλήματος. Στο σημείο όπου η ανώτερη ιδεολογική και κοινωνική ηθική του ειρηνοποιού ήρωα αναμετρήθηκε άνισα με τη φονική υπεροπλία του παρακράτους και της βολικής και βολεμένης αδιαφορίας των κρατικών υπευθύνων, έχει τοποθετηθεί γλυπτό μνημείο του Βασίλη Δωρόπουλου, που παριστάνει μια ανθρώπινη φιγούρα που υψώνει δεητικά τα χέρια και έχει δίπλα της ένα περιστέρι. Άνθρωποι πάνε και έρχονται στους ρυθμούς του ματαιόδοξου καταναλωτισμού, του τεχνολογικού θριάμβου, της σχεδόν αποχρωματισμένης ιδεολογικά πολιτικής ζωής. Οι επιγραφές των μαγαζιών εκείνης της εποχής, όσων απέμειναν, έχουν ξεθωριάσει. Το τρίκυκλο, υποθέτω, θα κατέληξε σε καμιά μάντρα για παλιοσίδερα. Μα όταν παίρνει να βραδιάζει, ειδικά κάποιες μέρες που η υγρασία του ψιλόβροχου σου τρυπάει το σώμα, φαίνονται ανάγλυφες οι ροδιές του στο οδόστρωμα και ακούγεται υπόκωφος ο ήχος της μηχανής που μαρσάρει ξυπνώντας άγρια τη μνήμη. Ο αέρας γεμίζει από τον αδιευκρίνιστο βόμβο των φωνών μιας πορείας που την οδηγεί ο κήρυκας της ειρήνης. Αλλά δεν είναι μόνος του. Τον περιστοιχίζουν, όσο μπορώ να διακρίνω, ο Γιώργης Τσαρουχάς, ο Σωτήρης Πέτρουλας, ο Νικηφόρος Μανδηλαράς, ο Γιάννης Χαλκίδης, ο Σπύρος Μουστακλής, ο Αλέκος Παναγούλης, οι νεκροί του Πολυτεχνείου και τόσοι άλλοι. Όλοι αυτοί που πάνω στα ματωμένα πουκάμισά τους, για να θυμηθώ τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, κάθονται οι άνθρωποι και ζωγραφίζουν σκηνές από τη αυριανή ευτυχία του κόσμου. Και οι πιο πολλοί από αυτούς είναι νέοι, 17ρηδες και 20ρηδες, μαθητές, φοιτητές, άνθρωποι της εργασίας και του πολιτισμού που δεν θα πάψουν ποτέ να δίνουν τους λαϊκούς αγώνες τους για τα ιδανικά της ειρήνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Είναι αυτοί που δεν θα πάψουν ποτέ να δίνουν τους λαϊκούς αγώνες τους κατά της ξενοφοβίας, της πατριδοκάπηλης ρητορείας και του νεοναζισμού. Γιατί γνωρίζουν αυτό που έχει γράψει ένας πολύ μεγάλος επαναστάτης του 20ού αιώνα: την ιστορική εμπειρία από το να την αφηγείσαι προτιμότερο είναι να την αξιοποιείς. Γιατί γνωρίζουν ότι η Ιστορία δεν είναι χωματερή αναμνήσεων ούτε απλός διάκοσμος σε επετειακούς εορτασμούς. Γιατί γνωρίζουν ότι η ζώσα ιστορική μνήμη δεν απαλλοτριώνεται και ότι όλοι μας και ο καθένας χωριστά είμαστε ένα μεγάλο τετράδιο μνήμης. Μια σελίδα από το τετράδιο αυτό κοσμεί περίλαμπρα ο Γ. Λαμπράκης. Είναι μια σελίδα γραμμένη με την αγάπη για τον άνθρωπο και εικονογραφημένη με τα ιδεώδη της δημοκρατίας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της παγκόσμιας αδελφοσύνης των λαών.

 

Θεοδόσης Ν. Νικολαΐδης

Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας Α.Π.Θ.

 

** Η ομιλία εκφωνήθηκε στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργάνωσε ο Οργανισμός Πρεσπείων στις 25.8.2023 στη Δροσοπηγή Φλώρινας για τα 60 χρόνια από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη