«Νοσταλγία μου»
Τούτη την ώρα που ο ήλιος χάνεται στο πρασινογάλανο του Θερμαϊκού και ο ουρανός με χίλια μύρια χρώματα στολίζεται, τούτη την ευλογημένη ώρα που λιγοψυχά η μέρα κι η νύχτα δειλά δειλά φορεί κεντίδια και πλουμίδια και τρεμοπαίζουν μ’ αραχνοΰφαντα πέπλα τ’ αστέρια; Τούτη την άγια ώρα, ηλιοβασίλεμα στην όμορφη Θεσσαλονίκη, μπροστά στο Λευκό Πύργο περιδιαβαίνω με τα τακούνια τάκα – τάκα στο πλακόστρωτο της παραλίας.
Και ενώ το βλέμμα βυθίζεται στο μεγαλείο το δυσεύρετο του πλάστη μου, χάνομαι στο τέλειο, στο άπιαστο, σ’ ένα παγκάκι καθισμένη, και ο ποδηλάτης νάτος προσπερνάει και το τρενάκι που σφυρίζει με τα παιδάκια τραγουδώντας παλαμάκια να χτυπάνε.
Και κει στο χείλος του πεζόδρομου, στην άκρια, στην αγκαλιά της θάλασσας, ψαράδες με κουβαδάκια για τα ψάρια τους, με πεταμένο το αγκίστρι τους καρτερούν ώρες ατελείωτες το τράβηγμα της πετονιάς, μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη κι απ’ το τρανζίστορ δίπλα, ξεφεύγουν νότες ξεχασμένες, παλιά τραγούδια, μελωδίες παραμυθένιες, ονειρεμένες.
Τούτην την ώρα που όλα φαίνονται γαλήνια και τέλεια, κάτι λείπει και νιώθεις αβάσταχτη την μοναξιά της μεγαλούπολης. Και όσο πιο πολλοί περιδιαβαίνουν από μπρος σου τόσο πιο δύσκολα βρίσκεις τον άνθρωπό σου, τον γείτονα, τον φίλο, τον δικό σου. Και τότε φεύγεις και ταξιδεύεις, γυρνάς πίσω και νοσταλγείς τον τόπο που γεννήθηκες, το ποταμάκι της πόλης, του χωριού σου.
Τη γεφυρούλα τη στενή με το κιόσκι στην άκρη και τη βρυσούλα την πέτρινη με το τρεχούμενο νερό, που γοργοκατεβαίνει απ’ τις κορυφές του καταπράσινου βουνού που αγκαλιάζει, σκιάζει και προστατεύει την πανέμορφη πόλη σου, με τα παραδοσιακά κεραμιδόσκεπα σπίτια και τα παπάκια νάτα κολυμπούν στον Σακουλέβα περιμένοντας τα ψίχουλα που όλο και κάποιο παιδάκι θα πετάξει. Να ορμήσουν φτερουγίζοντας και λάμνοντας στο γάργαρο κρύο νερό, να δώσουν μάχη ποιο θα πρωταρπάξει τα ψωμάκια, να τρέξει να κρυφτεί στα μικρά σπιτάκια στις άκρες της κοίτης του ποταμού.
Και σαν το βλέμμα μπορέσει να ξεφύγει από την ομορφιά του νερού, βουρκώνει καθώς αγκαλιάζει την λαξευτή, μοναδική, κόκκινη εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Εκεί πόσες φορές άναβες το κεράκι κι ένιωθες ενοχές γιατί δεν έριχνες τη δραχμή σου στο παγκάρι επειδή δεν θα ‘χες να πάρεις το κουλούρι της μέρας ή τις πέντε καραμέλες (φλώκες) μία για κάθε διάλειμμα να ξεγελάς την πείνα σου.
Και ύστερα, μπερδεύεται η ματιά σου με την αρχιτεκτονική των πανέμορφων σπιτιών γυρνώντας τη ζωή στο παρελθόν, στην παράδοση, στα ήθη και έθιμα χαμένων εποχών. Σε όλα αυτά που μέθυσαν τον Αγγελόπουλο και γύρισε εδώ την ταινία το «μετέωρο βήμα του πελαργού».
Και κάπου εκεί και το Γυμνάσιο Αρένων – Θηλέων με τις μοναδικές αρχόντισσες φιλολόγους Καλαφάτογλου και Καρόζη. Νάτη στο κεφαλόσκαλο, σε κάποιον δυνατό σεισμό, να αγωνιά μη μείνει καμιά μαθήτρια σε κάποια αίθουσα. Μένει ασάλευτη, σαν άλλος καπετάνιος που εγκαταλείπει τελευταίος το καράβι του. Και ο Ξυραφάκης, άφταστος φυσικός, η ψυχή του γυμνασίου θηλέων και τόσοι άλλοι αξιόλογοι δάσκαλοι που δε τους ενοχλούσε το μπάλωμα στην πεντακάθαρη μαύρη μου ποδιά με το άσπρο γιακαδάκι, αρκεί η προσοχή και ο νους να ήταν στο μάθημα και όχι το βλέμμα στο παράθυρο να ξεφύγει να υψωθεί και να αντικρύσει στην κορυφή το πευκόφυτο βουνό να γονατίσει, να προσκυνήσει το χιονοσκέπαστο σταυρό, το Σταυρό του μακαριστού Αυγουστίνου Καντιώτη που στέκει στην κορφή του βουνού και είναι το πρώτο που βλέπει κανείς σαν πλησιαει στη Φλώρινα και που φεγγοβολάει τη νύχτα και δίνει δύναμη, κουράγιο, θάρρος, αισιοδοξία και ελπίδα.
Ω πόλη μου, ω χωριό μου! Ω θύμησες κρυφές, καρδιοχτύπια εφηβικά, νεανικά, λαχτάρες και όνειρα του πρώτου έρωτα. Μα ναι! Όλου του κόσμου τα καλά τα πλούτη κι αν γνωρίσω σε σένα πόλη μου, χωριό μου θα ‘θελα πάλι να γυρίσω και αλήθεια απλά, λιτά μα τόσο ευλογημένα να ζήσω.
Κοσμίδου – Σαββίδου Ελένη
Εκπαιδευτικός