Σ. Ηλιάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Ιστορίας, Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Η σημερινή παρέμβασή μου σχετίζεται με την πρόσφατη αναγνώριση, με βάση τη Συμφωνία των Πρεσπών, από το Πρωτοδικείο της Φλώρινας, του σωματείου με την επωνυμία «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας», στο πλαίσιο του οποίου θα διδάσκεται «η Μακεδονική γλώσσα». Υπό το φως λοιπόν των προαναφερθεισών εξελίξεων ελπίζω ότι ξεκινά ένας διάλογος, ο οποίος είναι ζωτικής σημασίας για τους κατοίκους της Μακεδονίας και από τον οποίο σε ό, τι με αφορά, δεν θα φυγομαχήσω, επειδή διδάσκω το Μακεδονικό Ζήτημα στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και όχι μόνο.
Είχα και πριν από τη συνομολόγηση της Συμφωνίας των Πρεσπών εκφράσει τον προβληματισμό μου, όπως ίσως θυμούνται κάποιοι από τους αναγνώστες του τοπικού τύπου της Φλώρινας ή της εφημερίδας «Καθημερινή». Πρώτα από όλα, η Συμφωνία των Πρεσπών επιχείρησε, ως μη όφειλε, να επανακαθορίσει τις ταυτότητες του παρελθόντος, με βάση τις ανάγκες του γεωστρατηγικού σχεδιασμού του παρόντος. Ωστόσο, η γένεση και η λειτουργία των παλιών ταυτοτήτων υπήρξε προϊόν των συγκυριών, οι οποίες είχαν δημιουργηθεί σε διαφορετικά από το σημερινό ιστορικά πλαίσια.
Επομένως, η όποια συμφωνία με την γειτονική χώρα προϋπέθετε, κατά τη γνώμη μου, δύο επίπεδα διαπραγμάτευσης. Το πρώτο ήταν το επίπεδο του σχεδιασμού της όποιας συνομολόγησης. Η εκπόνηση της μελέτης αυτής δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί, χωρίς τη γνώση του ιστορικού παρελθόντος, μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν οι ταυτότητες «Μακεδόνας» και «μακεδονική γλώσσα». Το δεύτερο αφορούσε στην μετουσίωση των διδαγμάτων της ιστορίας σε πολιτική πράξη. Εδώ ο πολιτικός που θα εφάρμοζε την συμφωνία όφειλε, όχι μόνο να διαμορφώσει συνθήκες πρόσφορες για τις διεθνείς πολιτικές συνθήκες του παρόντος, αλλά και να διακρίνει με διορατικότητα τους κινδύνους που θα προέκυπταν ενδεχομένως στο μέλλον, μετά την αναγωγή των όρων διακανονισμού στο επίπεδο μιας διεθνούς συμφωνίας, η οποία, εκ των πραγμάτων, θα επηρέαζε όλες τις πέριξ χώρες και επομένως θα αποτελούσε μεγάλο βαρίδιο, στους ώμους των μελλοντικών γενεών και ακόμα δεν θα ήταν δυνατόν να ανατραπεί.
Ξεκινάμε από τις ιστορικές γνώσεις που θα έπρεπε να λάβει υπόψη της η κυβέρνηση που διαπραγματεύτηκε τη Συμφωνία. Γιατί οι όροι «Μακεδόνες» και «μακεδονική γλώσσα» έχουν αναμφίβολα μια ιστορικότητα, η οποία θα έπρεπε να είχε φοβίσει, με το βαρύ σημαινόμενο που κουβαλά, όσους εισηγήθηκαν τότε την εκχώρησή της στους γείτονες. Ο «μακεδονισμός» ως προϋπόθεση για τη διαμόρφωση της ταυτότητας του «Μακεδόνα», προσδιορίστηκε επίσημα, μαζί με το σύνθημα για «Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία», στο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κ.Δ.) και στο Συνέδριο της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (ΒΚΟ), το 1924. Ο «μακεδονισμός» υποβλήθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, και προτάθηκε επίσημα από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βουλγαρίας (ΚΚΒ). Την ίδρυση κράτους των «Μακεδόνων» που θα προέκυπτε από την ένωση των κομματιών της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας, η οποία είχε κατανεμηθεί με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) ανάμεσα στην Ελλάδα, την Γιουγοσλαβία και την Βουλγαρία, συνυπέγραψαν και τα στελέχη του Ελληνικού Κομουνιστικού Κόμματος. Προσυπέγραψαν δηλαδή τον επανασχεδιασμό των κρατών της Βαλκανικής και αναμφίβολα την απόσπαση τμήματος της ελληνικής επικράτειας.
Ο «μακεδονισμός» του 1924 αντικαταστάθηκε από τον «Σλαβομακεδονισμό» το 1935, όταν τα όργανα του ΚΚΕ, κατ’ εντολή της Κομουνιστικής Διεθνούς, επιθυμώντας να συμπήξουν «λαϊκά μέτωπα» με τα άλλα «προοδευτικά κόμματα», λόγω της ανόδου των φασιστικών κομμάτων, υιοθέτησαν «την αρχή της πλήρους ισοτιμίας των μειονοτήτων εντός του ελληνικού κράτους», άρα και την αρχή της ισοτιμίας της προσδιορισμένης από τους ίδιους «σλαβομακεδονικής μειονότητας».
Η επανεμφάνιση της νέας εκδοχής του «μακεδονισμού» την περίοδο 1943-1944 θα πρέπει να αποδοθεί στην αυξημένη παρουσία, εντός του ελληνικού εδάφους, των παρτιζάνων του Τίτο, οι οποίοι υπόσχονταν την ένταξη των «σλαβομακεδόνων» σε μια Βαλκανική Ομοσπονδία, υπό την αιγίδα του Τίτο και της Γιουγκοσλαβίας. Τον Οκτώβριο του 1943 το ΕΑΜ/ΚΚΕ αποφάσισε την ίδρυση των ΣΝΟΦ, δηλαδή τη συγκρότηση του ΕΑΜ των «σλαβομακεδόνων». Αναγκάστηκε όμως να διαλύσει τα ΣΝΟΦ, γιατί μεγάλο μέρος εξ αυτών είχε αποσκιρτήσει από τον ΕΛΑΣ, τον ένοπλο βραχίονα του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος και είχε προσχωρήσει στον «μακεδονισμό» των Γιουγκοσλάβων, στελεχώνοντας την «αιγιακή ταξιαρχία», στόχος της οποίας ήταν να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη.
Ως περίοδος θεσμικών πια γενεθλίων του «μακεδονισμού» μπορεί να θεωρηθεί η 29η Νοεμβρίου 1943, οπότε πραγματοποιήθηκε η σύσκεψη στο Γιάιτσε της Βοσνίας και υπογράφηκε το ASNOM (Αντιφασιστικό Σύμφωνο Λαϊκής Απελευθέρωσης), ενώ ελήφθη η απόφαση για την ίδρυση της Ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας, με συμπερίληψη της υπό ίδρυση «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Μέσα στο πλαίσιο αυτό, από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο του 1944 δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την απαρχή των αυτονομιστικών τάσεων στους κόλπους των «σλαβομακεδόνων», εκπροσώπων στην ουσία του «μακεδονισμού», με πιο γνωστή την αποσκίρτηση του Ηλία Δημάκη (Γκότσε) από τον ΕΛΑΣ, στον Τίτο και στους Γιουγκοσλάβους.
Η απόπειρα των συντακτών της συμφωνίας των Πρεσπών να προσδιορίσουν την ιθαγένεια/υπηκοότητα ως «μακεδονική» είναι τουλάχιστον αδόκιμη: η ιθαγένεια-/nationality σε αντίστιξη με την εθνότητα/ethnicity απορρέει από τη σχέση κάποιου με το κράτος. Αφού το κράτος είναι η Βόρεια Μακεδονία, θα έπρεπε να περιγράφει τον «πολίτη της Βόρειας Μακεδονίας». Η απόφαση για τη μη πλήρη αντιστοίχιση της ιθαγένειας με το νέο όνομα, αφήνει περιθώρια για σύγχυση ανάμεσα στο nationality και στο ethnicity. Η αναφορά με αστερίσκους που περιλαμβάνεται στη συμφωνία, είναι πολύ πιο εύκολο να παραληφθεί από τον όποιο «Μακεδόνα» Πιο εύκολο από το να καταγραφούν στη συμφωνία και να αποδοθούν στους γείτονες οι σαφείς όροι «Σλαβομακεδόνες» και «Σλαβομακεδονία» που ερμηνεύονται ως εξής: η ταυτότητά τους είναι «Σλάβοι στην εθνότητα, που κατοικούν στη γεωγραφική περιφέρεια Μακεδονίας». Και εδώ η διορατικότητα δεν ήταν το κύριο γνώρισμα των συντακτών της συμφωνίας: αγνοούσαν και παραβλέπουν και σήμερα ότι οι ταυτότητες αναβιώνουν, ανανοηματοδοτούνται, μέσα στη δυναμική των συγκυριών και τότε η Ιστορία εκδικείται τους πολιτικούς για την άγνοιά τους, ενώ οι συμφωνίες μετατρέπονται σε θηλιές που πνίγουν τους μη προνοητικούς ή τους αδαείς.
Επιπλέον, πρέπει να τονίσουμε ότι η παρακολούθηση της ιστορικής θεώρησης της ταυτότητας της γλώσσας των σλαβόφωνων, οδηγεί στον προσδιορισμό της, τον 19ο αιώνα, ως «βουλγαρομακεδονικής», περνάει μέσα από την αναγνώρισή της ως «σλαβομακεδονικής» από το ΚΚΕ, το 1924 και φτάνει ως την πρόσφατη γραπτή, erga omnes επίσημη αναγνώρισή της, στο πλαίσιο της διεθνούς συμφωνίας των Πρεσπών ως «μακεδονικής».
Κατά συνέπεια, η αναγνώριση «μακεδονικής γλώσσας», στο πλαίσιο της συμφωνίας των Πρεσπών, ως στοιχείου «μακεδονικής εθνότητας», μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αποδεχόμαστε, χωρίς τον προσδιορισμό μιας ιστορικής αφετηρίας, τη γένεση του «μακεδονισμού».
Και κλείνω με την αναφορά στην διορατικότητα που θα έπρεπε να διαθέτουν οι συντάκτες της Συμφωνίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κανείς δεν αναρωτήθηκε
«αν η Συμφωνία θα οδηγούσε, μετά την δική μας επίσημη «erga omnes» αναγνώριση της γλώσσας των γειτόνων ως Μακεδονικής, στη δημιουργία από μη κρατικό φορέα, ενός Κέντρου διδασκαλίας της Μακεδονικής Γλώσσας;
Και κανείς δεν υποψιάστηκε πως πίσω από την συγκεκριμένη δημιουργία του Κέντρου, θα μπορούσε να λανθάνει μια διαδικασία αναγνώρισης μιας «μακεδονικής μειονότητας» εντός της Ελλλάδας; Τέλος πόσοι και ποιοι είναι εκείνοι που πρεσβεύουν πως μια διεθνής συμφωνία, με επιπτώσεις σε ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων και πιο πέρα, με δεδομένη την επιθετικότητα των Τούρκων εξ Ανατολών, θα μπορούσε να μη δεσμεύει την κυβέρνηση αυτής της χώρας;