12 Φεβρουαρίου 2017 Ήμέρα μνήμης

 

 

12 Φεβρουαρίου 2017 Ήμέρα μνήμης.

 

Αυτό θα γράψουν οι τοπικές εφημερίδες της Φλώρινας, αυτό θα ακουστεί στο αιματοβαμμένο στρατιωτικό κοιμητήριο. Όπως κάθε χρόνο, ο ιερός αυτός χώρος θα ξαναζήσει την αγωνία, την περηφάνια, τον ηρωισμό, αλλά και τον χαλασμό. Το ταπεινό κεράκι που τρεμοσβήνει, ελάχιστα φωτίζει τα ξεθωριασμένα ονόματα στους μισοφθαρμένους σταυρούς των παλικαριών και δεν μπορεί με τη μικρή του φλόγα να στεγνώσει τα δακρυσμένα μάτια, να ζεστάνει τα μαρμαρωμένα, περήφανα, συνοφρυωμένα μέτωπα συγγενών, φίλων, συμπατριωτών, συμπολεμιστών. Ούτε η

ευλογημένη παρουσία του σεβασμιότατου Μητροπολίτη Θεόκλητου με τα βουρκωμένα μάτια μπορεί να γαληνέψει τις φουρτουνιασμένες καρδιές, γιατί εδώ η μνήμη γίνεται πόνος, νοσταλγία, λατρεία, λαχτάρα, αλλά καί θυμός και αγανάκτηση.

Όσο και αν πιστεύει κανείς πως θα βοηθήσει ο χρόνος, θα γλυκάνει η ψυχή, θα μειωθεί ο πόνος, πάντα θα ζει η χαροκαμένη μάνα που έφυγε με ανοιχτή την πληγή της καρδιάς της να αιμορραγεί, γιατί δεν βρήκε και άφησε άκλαυτο και αστόλιστο το λατρεμένο εικοσάχρονο, τριαντάχρονο βλαστάρι της. Κι ο αδελφός θα σφίγγει ακόμη τις γροθιές του, ματώνοντας τις παλάμες, για να αντέξει το ξερίζωμα της καρδιάς. Και το μοιρολόι των αδελφάδων θα σμίγει με το μακρόσυρτο ντροπαλό κλάμα της μαυροφορεμένης χήρας και το τρίχρονο Μαράκι θα σφίγγει τα μάτια, θα κλείνει τα αυτιά να μην ακούει αυτό το «κακό τραγούδι» και δειλά, με το χεράκι, θα τραβά την ποδιά της μάνας, θα τυλίγει τα χεράκια του γύρω από το λαιμό της, μπας και με το κορμάκι του λιώσει τον πάγο της καρδιάς και πάψει ο θρήνος,

Κι εγώ, που όλο λέω πως θα γαληνέψω και θα σωπάσω, μα σαν σκεφτώ πως εδώ είναι τα ιερά κόκκαλα του πατέρα μου με τόσων άλλων, δεν αντέχω αυτή τη μέρα να πονώ και να σιωπώ. Και γίνομαι το φοβισμένο, κουλουριασμένο κορίτσι σε μια γωνιά στα υπόγεια της παιδούπολης Αγία Όλγα, οικοκυρικής σχολής σήμερα, που μόλις γλύτωσε από το βομβαρδισμένο κρεβάτι του που γέμισε βλήματα και τζάμια και σοβάδες. Και τρέχω με λαχτάρα να χωθώ κάτω από την τρύπια, παγωμένη στρατιωτική χλαίνη του άντρα που κατεβαίνει από το βουνό κρατώντας στο ένα χέρι το όπλο και το άλλο απλωμένο να μ΄ αγκαλιάσει, να με σφίξει, να διώξει το φόβο μου, την τρομάρα μου. Λίγα βήματα ακόμα και θα φωνάξω την ποθητή λέξη μπαμπά, πατέρα, μα ξαφνικά μένει ακίνητος με τα χέρια απλωμένα και άδεια αγκαλιά γιατί αδελφικό βόλι τον σωριάζει σαν κυπαρίσσι χτυπημένο από τον κεραυνό. Και με το αίμα του που ρέει ποτίζεται το δέντρο της λευτεριάς. Κι εγώ μένω ακίνητη, βουβή, κι εγώ … τίποτα]

Ευχαριστώ τους συμπολεμιστές απόστρατους από Φλώρινα και απ’ όλη την Ελλάδα, που είναι εδώ να ζήσουν τον απόηχο της μάχης και όταν ο τελετάρχης σημάνει προσκλητήριο πεσόντων υπέρ πατρίδος να φωνάξει κάποιος με δύναμη ψυχής «παρών». Παρών γι’ αυτούς που πολέμησαν, νίκησαν, μα δεν έζησαν και θα ‘ναι η φωνή του, φωνή κάθε ήρωα που θα ‘θελε να πει: «Ναι, γεννήθηκα αλλού, Πόντο, Κρήτη, Ήπειρο, μα στη  μάχη  της Φλώρινας ήμουν παρών, έδωσα τη ζωή μου για τη γη που πατάτε, για το γαλάζιο ουρανό, για τον αέρα που αναπνέετε, για την πατρίδα μου? Προστατέψτε την και όσο είστε εσείς εδώ θα είμαι κι εγώ μέσα από σας, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, τα δισέγγονα μου». Κι εμείς βουβοί, με δακρυσμένα μάτια θα ψιθυρίζουμε και φέτος: «Αιωνία σας η μνήμη»

 

 

Σαββίδου – Κοσμίδου Ελένη

Εκπαιδευτικός

Κόρη του Κοσμά Κοσμίδη