Το μαλλί και το βαμβάκι

Το μαλλί και το βαμβάκι

Γυναίκες και κοπέλες στον σπιτικό αργαλειό

Προπολεμική Φωτογραφία, Βαρόσι Φλώρινας

 

Πριν την εμφάνιση των συνθετικών υλών, όλα τα ρούχα των Φλωρινιωτών ήταν φτιαγμένα από μαλλί και βαμβάκι. Το μαλλί ήταν εγχώριο σε αντίθεση με το βαμβάκι που ήταν εισαγόμενο από την Αίγυπτο και μετά από την Θεσσαλία. Αφθονούσαν τα μάλλινα και τα βαμβακερά ρούχα στην πόλη μας, καθώς η επεξεργασία τους γίνονταν στα σπίτια από τις γυναίκες, αλλά και στα εργαστήρια από επαγγελματίες.

Το μαλλί ήταν τοπικό προϊόν. Ήταν το μαλλί από τα πρόβατα της περιοχής μας. Τότε τα κοπάδια προβάτων ήταν πάρα πολλά, καθώς η κύρια απασχόληση των χωρικών ήταν η κτηνοτροφία. Όλες οι πλαγιές των βουνών ήταν βοσκοτόπια και οι στάνες μέσα στα χωριά.

Τον Μάιο κούρευαν τα αρνιά και οι βοσκοί κρατούσαν μερικές ποσότητες μαλλιού για της ανάγκες της οικογένειας και το υπόλοιπο το πουλούσαν στο παζάρι της Φλώρινας και στους αμπατζήδες.  Τα αμπατζήδικα ήταν μαγαζιά – εργαστήρια μαλλίνων, όπου οι ίδιοι οι αμπατζήδες έφτιαχναν τα μάλλινα είδη. Υπήρχαν βέβαια και τα καταστήματα που πουλούσαν έτοιμα υφάσματα, μάλλινα και βαμβακερά, που φτιάχνονταν σε άλλες περιοχές. Τα υφάσματα αυτά τα ονόμαζαν «αλατζάδες» στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Τα καταστήματα αλατζάδων στην συνέχεια εξελίχτηκαν και έγιναν καταστήματα υφασμάτων και κυρίως εγγλέζικων κασμίρ για κουστούμια και ταγιέρ.

Όλες οι γυναίκες της Φλώρινας και των χωριών γνώριζαν τα μυστικά της επεξεργασίας του μαλλιού. Κάποια καλοκαιρινή ηλιόλουστη ημέρα έπλεναν το μαλλί στο ποτάμι, έξω από την πόλη,  με ζεστό και κρύο νερό και το άπλωναν στην πρασινάδα κάτω από την σκιά ενός δένδρου. Το μαλλί το αποθήκευαν και το φθινόπωρο το περνούσαν από το χειροκίνητο λανάρι. Μετά με τις ρόκες το έκαμναν χοντρό ή λεπτό νήμα και στην ανέμη το έκαμναν τσιλέδες. Στην συνέχεια μια γυναίκα κρατούσε τον τσιλέ στα τεντωμένα  χέρια της και η άλλη έκαμνε το νήμα κουβάρι. Το μαλλί ήταν έτοιμο για κάθε χρήση. Στον αργαλειό έκαμναν ύφασμα σαγιάκι, αλλά και βελέντζες και φλοκάτες, Με βελόνες έπλεκαν φανέλες, εσώρουχα και κάλτσες. Προκομμένες νοικοκυρές, που γνώριζαν να φτιάχνουν όλα τα μάλλινα της οικογένειας.

Υπήρχαν όμως και οι επαγγελματίες που ασχολιόνταν με την επεξεργασία του μαλλιού. Ήταν οι αμπατζήδες, που διατηρούσαν εργαστήρια – μαγαζιά στο κέντρο της Φλώρινας. Όλοι κατάγονταν από το χωριό Μεγάροβο του Μοναστηρίου. Οι Μεγαροβίτες είχαν την αποκλειστική επεξεργασία και εμπορία μάλλινων προϊόντων σε όλη την περιοχή. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας το Μεγάροβο ήταν το κέντρο επεξεργασίας του μαλλιού. Έφτιαχναν το ύφασμα σαγιάκι. Εξαιρετικό  μάλλινο ύφασμα, που από τα χρόνια του Ναπολέοντα, το αγόραζε ο γαλλικός στρατός για τις στολές των στρατιωτών. Το 1900 περίπου, μια γαλλική εταιρία άνοιξε ένα μεγάλο εργαστήριο παραγωγής σαγιακιού στο Μεγάροβο. Σε αυτό δούλεψαν πολλοί εργάτες, βαφείς και υφαντές με πολύ καλές αμοιβές. Το μυστικό των Μεγαροβιτών ήταν στην ηλικία του αρνιού, που κούρευαν. Στην συνέχεια ξεχώριζαν το μαλλί της ράχης, των πλευρών και της κοιλιάς, και το χρησιμοποιούσαν ανάλογα.

Στην επεξεργασία του μαλλιού εμπλέκονταν και άλλα επαγγέλματα. Ήταν οι βαφείς, που έδιναν χρώμα και ζωή στο μαλλί. Ήταν οι υφάντριες κουβερτών, που έφτιαχναν τις προίκες των κοριτσιών. Μετά το 1923 προστέθηκαν και οι υφάντριες ανατολικών χαλιών. Τα χαλιά αυτά δεν συνηθίζονταν στα μέρη μας. Αυτά τα έφεραν οι υφάντριες – πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Ένα και δυο μάλλινα χαλιά εξαιρετικής ποιότητας έφτιαχναν για τις προίκες των κοριτσιών στην πόλη.

Στα χωριά όμως επικρατούσε η παραδοσιακή βελέντζα, με φλόκο ή χωρίς. Ήταν μέσα στην προίκα των κοριτσιών. Τι φλοκάτες αυτές συνήθως τις ύφαιναν τα ίδια τα κορίτσια. Μετά τις έδιναν στις νεροτριβές  (μπατάνια ή ντιστρέλες) και χτυπιόταν στο περιστρεφόμενο νερό για να χνουδιάσουν. Τέλος ο βαφέας τις έβαφε στο χρώμα που προτιμούσε η πελάτισσα. Πολλοί προτιμούσαν τα αμπατζήδικα, από όπου αγόραζαν τις  φλοκάτες, αλλά και όλα τα άλλα μάλλινα είδη, καθώς η τέχνη των αμπατζήδων  ήταν ανώτερη από αυτήν των νοικοκυρών.

Με τον καιρό η επεξεργασία του μαλλιού άρχισε να εκσυγχρονίζεται. Λειτούργησαν οι λανάρες για να μην κουράζονται οι γυναίκες. Οι ρόκες έγιναν και αυτές αυτόματες, και η ανέμη. Τα εργαστήρια των λαναράδων με αμοιβή έκαμναν όλη την διαδικασία, ώστε το μαλλί να γίνει κουβάρι. Ταυτόχρονα λειτούργησαν και οι  αυτόματοι αργαλειοί στα πλεκτήρια και στα υφαντήρια, με αποτέλεσμα να πεταχτούν οι παλιοί αργαλειοί που υπήρχαν σε κάθε σπίτι. Στην δεκαετία του 1980, έκλεισαν και οι τελευταίες λανάρες και μετά τα υφαντήρια. Η εποχή τους είχε περάσει, αφού κανείς δεν ασχολιόταν με το τοπικό μαλλί.

Και όταν πλησίαζε το καλοκαίρι, οι Φλωρινιώτες άλλαζαν τα μάλλινα ρούχα τους με βαμβακερά. Η ζέστη του καλοκαιριού αντιμετωπιζόταν με πιο ελαφρά ρούχα, που ήταν φτιαγμένα από βαμβάκι. Το βαμβάκι όμως ήταν εισαγόμενο. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας το έφερναν από την Αίγυπτο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και από εκεί με καραβάνια στο εσωτερικό. Το βαμβάκι πουλιόταν στα καταστήματα βαμβακιού που υπήρχαν στο κέντρο της πόλης. Πουλούσαν και μπάλες βαμβακιού και νήματα, αλλά και στημόνια για τους αργαλειούς. Το λιανικό εμπόριο του βαμβακιού μέσα στην πόλη το είχαν οι Φλωρινιώτες. Το χοντρικό εμπόριο το είχαν οι Μοναστηριώτες και οι Νυμφαιώτες που είχαν ξενιτευτεί στην Αίγυπτο. Από το εμπόριο του βαμβακιού στην Αίγυπτο οι περισσότεροι έκαναν μεγάλες περιουσίες και πολλοί από αυτούς έγιναν εθνικοί ευεργέτες στο Νυμφαίο, καθώς και στην Φλώρινα. Η τελευταία απόγονος της οικογένειας Δημητρίου, από το Μοναστήρι, η Ελένη Δημητρίου, που ζούσε στην Αίγυπτο, με την διαθήκη της διέθεσε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, με το οποίο αποπερατώθηκε το Νοσοκομείο Φλώρινας, το οποίο φέρει το όνομά της.

Εκτός από τα ρούχα όμως, το βαμβάκι το χρησιμοποιούσαν και στο γέμισμα των στρωμάτων, που τότε τα ονόμαζαν ντουζέκια. Αυτά ήταν χοντρά στρώματα γεμισμένα με βαμβάκι και τα έστρωναν στα πάτωμα. Επίσης γέμιζαν και τα παπλώματα με βαμβάκι. Υπήρχε και το επάγγελμα του γιοργαντζή, που έφτιαχνε ντουζέκια και παπλώματα και μια φορά τον χρόνο τα συντηρούσε, χτυπώντας το βαμβάκι με την χορδή ενός τόξου, για να γίνει αφράτο. Και όταν άρχισαν να χρησιμοποιούν τα κρεβάτια, εμφανίστηκε το επάγγελμα του στρωματά, που έφτιαχνε στρώματα και παπλώματα για κρεβάτια, που τα γέμιζαν με βαμβάκι.

Μετά τον πόλεμο εμφανίστηκαν τα πρώτα συνθετικά ρούχα. Ήταν ο ρουχισμός της ανθρωπιστικής αμερικανικής βοήθειας που διανέμονταν δωρεάν. Τα ρούχα αυτά ήταν συνθετικά και σύμμικτα. Ήταν ρούχα για τους άπορους. Αλλά και τα καταστήματα της Φλώρινας άρχισαν να πωλούν ρούχα, από συνθετικά υφάσματα.

Μετά το 1960, τα περισσότερα ρούχα ήταν ανάμεικτα με μαλλί ή βαμβάκι και συνθετικές ύλες. Τα συνθετικά επικράτησαν και το μαλλί και το βαμβάκι παραμερίστηκαν. Βέβαια η εξέλιξη ήταν αναπόφευκτη.  Το αποτέλεσμα ήταν να χαθούν πολλά παλιά επαγγέλματα. Η βιομηχανοποίηση των ενδυμάτων  έφερε μια νέα εποχή, αλλά το μαλλί και το βαμβάκι παραμένουν, ως τα καλύτερα υλικά στην ένδυση, αλλά κατασκευή  των σκεπασμάτων. Το μαλλί και το βαμβάκι είναι τα υγιεινά υλικά και τα συνθετικά είναι τα υλικά αντοχής. Τα σύμμικτα υφάσματα επικράτησαν στην αγορά για τους παραπάνω λόγους.

 

 

Δημήτρης Μεκάσης