Τα «Πρέσπεια» και η Συμφωνία των Πρεσπών

Τα «Πρέσπεια» και η Συμφωνία των Πρεσπών.

Σ. Ηλιάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Ιστορίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

Με αφορμή την πρόσφατη ενημέρωσή μου καθαρά και αποκλειστικά από τα ΜΜΕ της Φλώρινας για την εμπλοκή του ονόματός μου σε μια επικείμενη Ημερίδα του θεσμού των «Πρεσπείων» που έχει συσταθεί και διοργανώνεται για δεκαετίες από τον τέως Υπουργό και τέως βουλευτή Φλώρινας Γιώργο Λιάνη και το επιτελείο του,  με θέμα που θα έχει φέτος -επιτρέψτε μου- περίπου έτσι  «70 χρόνια από τον εμφύλιο, ο εμφύλιος διαρκεί ακόμα;» επιθυμώ να καταθέσω κάποιες σκέψεις γενικότερου ενδιαφέροντος και μαζί να δημοσιοποιήσω την στάση μου αναφορικά με τα τεκταινόμενα, αλλά και με τα επικείμενα.

Δεν γνωρίζω ποια ακριβώς πολιτική σκοπιμότητα εξυπηρετεί μια  Ημερίδα για τον εμφύλιο, με πλαίσιο στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία. Εικάζω όμως πως μάλλον πρόκειται   για  μια ακόμα «δημόσια συζήτηση» για τον εμφύλιο, προσχηματική εν πολλοίς, μέσα στην τρέχουσα πολιτική και διπλωματική  συγκυρία της συμφωνίας Τσίπρα –Ζάεφ,  η οποία θα λάβει χώρα με φόντο την κοινωνική πόλωση  την οποία βιώνουμε καθημερινά.  Επομένως φρονώ πως η οποιαδήποτε επιλογή ενός θέματος που αφορά στον εμφύλιο πόλεμο,  ο οποίος επισώρευσε τεράστια δεινά στην περιοχή της Φλώρινας,  με απώτερο-λανθάνοντα  σκοπό  την διαμόρφωση της άποψης της κοινής γνώμης  υπέρ ή κατά -αδιάφορο-  της πρόσφατης συμφωνίας Τσίπρα Ζάεφ, αντιμετωπίζει εργαλειακά την ιστορία, την καθιστά θεραπαινίδα της πολιτικής συγκυρίας και  ως εκ τούτου αποτιμάται ως εκδήλωση εντασσόμενη στον χώρο της «δημόσιας ιστορίας», η οποία προσδιορίζεται στην βιβλιογραφία ως «ο αντίποδας της ακαδημαϊκής ιστορίας».

Αντίθετα η ακαδημαϊκή διαχείριση του ζητήματος της κατοχής και του εμφυλίου έχει κατά την άποψή μου τεθεί σχετικά πρόσφατα-τον Οκτώβριο του 2017- στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, στο πλαίσιο του συνεδρίου που διοργανώθηκε από το «Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών της Τοπικής  Ιστορίας» του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης. Η επικείμενη έκδοση των πρακτικών του συνεδρίου, στο οποίο πήραν μέρος πάνω από 30 Καθηγητές και ειδικοί ερευνητές από το δικό μας αλλά και από άλλα πολλά πανεπιστήμια της Ελλάδας και της Κύπρου δεν εμπλέκει ζητήματα πολιτικής διαχείρισης  στην ακαδημαϊκή έρευνα και ελπίζουμε ότι θα αποτελέσει αφορμή για απροκατάληπτο επιστημονικό διάλογο που πραγματικά θα δώσει πολλαπλές και πολυπαραγοντικές απαντήσεις αναφορικά με τις «αναγνώσεις» των ιστορικών ζητημάτων της κατοχής και του εμφυλίου, αλλά και σχετικά με τις μελλοντικές χρήσεις τους στο πεδίο της  έρευνας και της διδακτικής.

Σε ότι με αφορά οφείλω να διευκρινίσω ότι είχα ανταποκριθεί κατ αρχήν με επιφύλαξη θετικά στην τιμητική πρόταση μιας αόριστης συμμετοχής μου σε μια μη προσδιορισμένη θεματικά ημερίδα που θα αφορούσε ακαθόριστα στον εμφύλιο. Οι προαναφερθείσες προτάσεις μου είχαν υποβληθεί τον Οκτώβριο του 2017, αμέσως μετά το πέρας του ακαδημαϊκού συνεδρίου για τον εμφύλιο, από την Πρόεδρο των «Πρεσπείων, πολύ πριν από την συμφωνία των Πρεσπών και έκτοτε δεν είχαν προκύψει αποτελέσματα,  μέχρι την πρόσφατη δημοσιοποίηση του ονόματός μου.

Υπό το πρίσμα των πρόσφατων εξελίξεων στο Μακεδονικό Ζήτημα, για τις οποίες έχω ήδη δις αρθρογραφήσει στην εφημερίδα Καθημερινή  (Σάββατο 23.6. 2018, Η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ, η «δημιουργική ασάφεια» Βαρουφάκη και οι «Σλαβομακεδόνες» και Σάββατο 14.7. 2018 Οι ταυτότητες και η συμφωνία των Πρεσπών) οφείλω με λύπη μου να αρνηθώ, δημόσια-όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα – την συμμετοχή μου στην «διηθημένη μέσα από την οπτική των διοργανωτών της»  Ημερίδα των Πρεσπείων, με καταληκτικό σκεπτικό ότι αυτή με τις δηλώσεις και τις «συνυποδηλώσεις»  που ελλοχεύουν στο στήσιμο του κεντρικού της θέματος και κυρίως ως δημόσια εκδήλωση που λαμβάνει χώρα με υπόρρητο πλαίσιο και σημείο αναφοράς την συμφωνία των Πρεσπών, διαμορφώνει, κατά την κρίση μου, εξ ορισμού, περιορισμένες δυνατότητες προσωπικής ακαδημαϊκής έκφρασης.