Οι κοπριές στην Λαογραφία

 

 

 

Ο παλιός τρόπος ζωής ήταν κοντά στη φύση. Πολύ κοντά, τόσο που άνθρωποι και ζώα ζούσαν μαζί. Η συγκατοίκηση αυτή δημιούργησε έναν τρόπο ζωής, πολύ υποβαθμισμένο, που τον ονομάζουμε απλοϊκό αγροτικό τρόπο ζωής. Αυτός ο τρόπος ζωής άρχισε να υποχωρεί στις αρχές του 20ου αιώνα, καθώς η εξέλιξη και ο αστικός πολιτισμός, που έφεραν οι μετανάστες κατά την επιστροφή τους από την Αμερική, άλλαξε τα δεδομένα. Με τα δολάρια έκαναν νέα σπίτια στα καμπίσια χωριά της Φλώρινας. Επίσης και το τέλος της φεουδαρχίας, βελτίωσε τις συνθήκες διαβίωσης των χωρικών.  Τα σπίτια των χωρικών έγιναν διώροφα. Στο ισόγειο ο στάβλος και η στάνη, και στον πρώτο όροφο οι άνθρωποι. Τέτοια σπίτια υπήρχαν από παλιά στα ημι-ελεύθερα ορεινά χωριά της περιοχής μας. Οι καμπίσιοι χωρικοί,  παλιά ζούσαν σε καλύβες, στον ίδιο χώρο με τα ζώα τους, και στην μέση έκαιγε η φωτιά και ο καπνός έφευγε από μια τρύπα στην οροφή. Και επειδή ο κάμπος είχε μόνο χωράφια με σιτηρά, οι καμπίσιοι χωρικοί δεν είχαν ξύλα για να ζεσταθούν και να μαγειρέψουν. Οι ανάγκες αυτές τους έστρεψαν σε άλλου είδους υλικά, όπως οι κοπριές των ζώων, που είχαν στα σπίτια τους.

Τις κοπριές της αγελάδας, του αλόγου και του μουλαριού τις ονόμαζαν «λεπάσκες». Κυρίως όμως «λεπέσκες» έλεγαν τις κοπριές των αγελάδων. Τις κουτσουλιές της κότας τις ονόμαζαν «κορνίτσες». Τις κοπριές του προβάτου και του κατσικιού τις ονόμαζαν «κακαράνκες», και του γαϊδουριού «κουσκούρια».

Με τις  κοπριές  άναβαν φωτιά για να μαγειρέψουν. Η διαδικασία ήταν απλή. Ζύμωναν τις λεπέσκες με άχυρα και τις κολλούσαν στον τοίχο, όπου στέγνωναν σε μια εβδομάδα. Αυτές τις έκαιγαν στο τζάκι, κάτω  από το τσουκάλι. Με πέντε, έξι τούφες στην φωτιά, τα φασόλια είχαν βράσει . Με αυτόν τον τρόπο  ζεσταίνονταν οι φτωχοί του κάμπου.

Με τις λεπέσκες  σοβάτιζαν τους στάβλους. Ανακάτευαν χώμα, ασβέστη και λεπέσκες και σοβάτιζαν τους τοίχους των στάβλων. Αλλά και τα χωματένια πατώματα τα φρέσκαραν με φρέσκιες κοπριές, ανακατωμένες με λίγο νερό.  Με στεγνές λεπέσκες άναβαν τον φούρνο της αυλής και με νωπές σφράγιζαν το καπάκι του φούρνου. Και στις κυψέλες χρησιμοποιούσαν λεπέσκες. Οι κυψέλες τότε ήταν κοφίνια, που τις σοβάτιζαν με ζυμωμένες λεπέσκες. Και όταν  χρειάζονταν καπνό για να απομακρύνουν το μελίσσι έκαιγαν στεγνές λεπέσκες. Αλλά και τα χωράφια τους και τους κήπους τους λιπαίνανε με τις κοπριές, ώστε το χωράφι να δώσει περισσότερους καρπούς.

Στα χωριά του κάμπου, τον περασμένο αιώνα συνήθιζαν οι χωρικοί, στις συζητήσεις τους στα καφενεία, να λένε την παρακάτω ιστορία. Μια φορά γύρισε στο χωριό το παιδί ενός αγράμματου χωρικού, που σπούδαζε στην πόλη. Ο πατέρας του για να τον δοκιμάσει τον ρώτησε: Πώς βρέθηκε κολλημένη η λεπέσκα στον τοίχο. Το παιδί άρχισε να μετρά με χαράκια και μεζούρες. Να λογαριάζει με τα μαθηματικά που είχε μάθει στο σχολείο, αλλά δεν κατάφερε να δώσει μια συγκεκριμένη απάντηση. Τότε ο πατέρας του γύρισε και του είπε: «Πήρα στο χέρι μου μια λεπέσκα και την έριξα με δύναμη στον τοίχο. Αυτή κόλλησε και αυτό είναι όλο». Οι χωρικοί γελούσαν με αυτήν την ιστορία, επειδή και την γνώση και την  αγραμματοσύνη  την μετρούσαν με τις λεπέσκες, αφού για την ζωή του χωριού αυτές ήταν χρησιμότατες.

Οι χωρικοί κάπνιζαν τσιγάρα κοπριάς, όταν δεν είχαν χρήματα να αγοράσουν τσιγάρα. Στέγνωναν την κοπριά και την τύλιγαν σε ένα κομμάτι χαρτί από εφημερίδα και την κάπνιζαν αντί τσιγάρου καπνού.

Οι λεπέσκες ήταν πολύ χρήσιμες στα χρόνια της φτώχιας. Ήταν ένα χρήσιμο υλικό. Ήταν μια ανακύκλωση, που πρόσφερε πολλά στα χρόνια της ανέχειας. Όμως όταν η λέξη αυτή αναφέρεται  σε ανθρώπους,  παίρνει άλλο νόημα. Με την λέξη «λεπέσκα» χαρακτηρίζουν τον βρώμικο άνθρωπο, αυτόν που δεν έχει αξίες.

Η εικόνα των αγροτόσπιτων κάποτε είχε τελείως διαφορετική όψη από την σημερινή. Στο κέντρο των αυλών  των σπιτιών των χωριών, έριχναν τις κοπριές  και γινόταν ένα βουναλάκι, από όπου έπαιρναν για κάθε χρήση. Και στη Φλώρινα όμως αφθονούσαν οι κοπριές, στα αγροτόσπιτα  στις άκρες της πόλης.  Αλλά και την Τετάρτη και το Σάββατο, που γίνονταν τα παζάρια κόπριζαν τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια στο κέντρο της πόλης. Επίσης τις καθημερινές γέμιζαν οι παραποτάμιοι δρόμοι με κοπριές, όταν οι βοσκοί έφερναν τις αγελάδες και τις κατσίκες στα σπίτια. Και τα πανδοχεία γέμιζαν κοπριές, που άλλες έπαιρναν οι κηπουροί για λίπασμα και οι περισσότερες κατέληγαν στο ποτάμι. Οι σκουπιδιάρηδες του Δήμου Φλώρινας, πάντα φρόντιζαν να κρατούν την πόλη καθαρή. Κάθε πρωί  σκούπιζαν τους δρόμους της πόλης. Για τα παιδιά οι κοπριές  ήταν μπελάς, καθώς αυτά δεν μπορούσαν να παίξουν άνετα στον δρόμο. Άλλοι τις έλεγαν «ναρκοπέδιο» και άλλοι «τούρτες». Συνθηματικές λέξεις γεμάτες χιούμορ. Μετά την δεκαετία του 1970 όλα άλλαξαν. Πρώτα στην πόλη και μετά στα χωριά. Ο εκσυγχρονισμός έφερε νέο τρόπο ζωής, καθώς και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου. Οι κοπριές τώρα είναι μόνο για να λιπαίνουν οι γεωργοί τα χωράφια τους.

 

Δημήτρης Μεκάσης

 

 

 

Σκοπιώτης βοσκός με το κοπάδι του, το 1990. (Φωτο Δημήτρης Μεκάσης)