«Η Αντιγόνη, η φίλη μου»

«Η Αντιγόνη, η φίλη  μου»

Σ. Ηλιάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

 

Ο ξαφνικός, για μένα, θάνατος της Αντιγόνης με έκανε να συνειδητοποιήσω πως, όταν λιγοστεύουν οι άνθρωποι γύρω μας,  η ζωή μας γίνεται φτωχότερη…. Γιατί η Αντιγόνη για μένα ήταν πάνω από όλα μια μεγάλη φίλη. Ήταν ο άνθρωπος που παρακολουθούσε τα αχνάρια μου στη ζωή με τον σεβασμό της απόστασης,  αλλά και με την  συνέπεια και την στοργή μιας σοφότερης, και  μεγαλύτερης  γυναίκας. Και επειδή σε αυτή τη ζωή δεν δίνουμε μόνο, αλλά λαμβάνουμε επίσης, η συντροφιά μαζί της είχε όλα τα χαρακτηριστικά της αμοιβαιότητας: ήμουν για κείνη ότι ήθελε να γίνει, τότε που εγκατέλειψε τις σπουδές της στη Φιλολογία από αδήριτη ανάγκη.. Ήταν για μένα  μια γυναίκα με αρχές, ένας κοινωνικά επιτυχημένος και αξιοπρεπής άνθρωπος, με όλα τα στοιχεία της αστικής της καταγωγής και της κοινωνικής  της  καταξίωσης.

Ωστόσο δεν είχαμε πολλά κοινά: ήμουν άλλης γενιάς, αντιλαμβανόμουν με διαφορετικό τρόπο την ιστορία, την κοινωνία, την επιστημονική αλήθεια, ακόμα και τη λογοτεχνία. Και εκείνη από τη μεριά της έβλεπε με τον δικό της τρόπο, πιο βερμπαλιστικά και πιο μεγαλόπρεπα είναι η αλήθεια, τα ζητήματα των πολιτισμών και των λαών, τα προβλήματα των πολέμων και των αγώνων.  Το παράδοξο είναι πως μέσα σε αυτό το χαοτικό τοπίο των σκέψεών μας δεν μαλώναμε: εκείνη καταλάβαινε όσα της έλεγα, για παράδειγμα πως η λογοτεχνία δεν ήταν ανάγκη να ασχολείται με ηρωικά κατορθώματα, μπορούσε να συμπεριλάβει τα γήινα, τον έρωτα , τα συναισθήματα, την επανάσταση. Καταλάβαινε αλλά δεν τα ενέτασσε  στον μικρόκοσμο της ποίησής της. Μου αποκάλυπτε τα μυστικά των ερωτικών της περιπλανήσεων, ο καθωσπρεπισμός της όμως δεν της επέτρεπε να τα μοιραστεί μαζί μας στον ποιητικό της λόγο. Μόνο όταν περιέγραφε με λυρισμό την φύση άφηνε να διαφανεί μια ευαισθησία που κατέλυε τα πάντα: την εικόνα της αυτοκυριαρχίας που αναδυόταν από την όλη συγκρότησή της, την σιγουριά που απέπνεε από τον κόσμο που ήθελε να ανήκει, την αυτοπεποίθησή της  που έμοιαζε απαρέγκλιτη. Και όταν συνέβαινε αυτό η Αντιγόνη γινόταν πραγματική, αληθινή, ένας άνθρωπος που όπως λέει ο Σεφέρης «είναι μαλακός, σαν ένα δεμάτι χόρτο..».  Ήταν οι στιγμές που πλησιάζαμε η μια την άλλη και γεφυρώναμε την απόσταση των γενεών, των ιδεολογιών, των πολιτισμικών εκφάνσεων..

Ζητούσε σε κάθε περίπτωση τη συμβουλή μου για ένα μεγάλο αριθμό θεμάτων που ήθελε να μοιραστεί με τους κατοίκους αυτής της πόλης. Με άκουγε προσεκτικά, δεν ακολουθούσε όμως παρά σπάνια τις υποδείξεις μου. Ο κόσμος της άλλα υπαγόρευε. Και ήταν δικά της τα διλήμματα απέναντι στην προσωπική της διαδρομή στην ιδιαίτερη ιστορία της ως  πνευματικού προσώπου. Υπήρχαν βέβαια και στιγμές που η Αντιγόνη αναγνώριζε  την δική μου αλήθεια. Οι συμβάσεις όμως του δικού της μικρόκοσμου ήταν συχνά ισχυρότερες και δυνητικά καθοριστικές στις επιλογές της στον αστερισμό των λογοτεχνικών ή των ιστορικών της περιπλανήσεων.

Εκείνες οι ώρες ήταν διανθισμένες με ένα σωρό γοητευτικές λεπτομέρειες: την χωριάτικη πισοδερίτικη πίτα της κ. Όλγας, το γλυκό του κουταλιού σερβιρισμένο στον δίσκο με το πάλλευκο σεμεδάκι, το κρυστάλλινο ποτήρι με το νερό σκαρφαλωμένο ως τα χείλη, το χαμόγελο ικανοποίησης της Αντιγόνης για την κουβέντα μας που πορευόταν με κορυφώσεις και υφέσεις για ώρες, αναβιώνοντας το χθες της Αντιγόνης μέσα στο δικό μας σήμερα.  Και σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα έμπαιναν στο παιχνίδι και οι φωτογραφίες, γεμάτες αναμνήσεις, παράθυρα στο τοπίο των βιωμένων εμπειριών της: πρόσωπα της φαμίλιας χαμένα στο χρόνο ζωντάνευαν μέσα από τις θύμισές της και μας περιτριγύριζαν. Ένιωθα όλη την θέρμη των νοσταλγικών της αναπολήσεων να κατεβαίνει στο δωμάτιο και  να μας κατακλύζει. Υποψιαζόμουν χαμένους αλλά μη εκπεφρασμένους παρελθοντικούς έρωτες, εποχές ηρωισμού αλλά και αυτοπραγμάτωσης και πάνω από όλα μια χωρίς όρια αγάπη για την οικογένειά της που προσλάμβανε καθοριστικές διαστάσεις στον συναισθηματικό της μικρόκοσμο.

Λίγους μήνες πριν πεθάνει με πήρε όπως συνήθιζε στο τηλέφωνο: με συλλυπήθηκε με ειλικρινή διάθεση για τον θάνατο της μητέρας μου και ανανεώσαμε το ραντεβού μας μετά τα σαράντα για να δούμε το περιεχόμενο του νέου βιβλίου της.

Ο Θεός δεν θέλησε να υλοποιήσουμε αυτό το ραντεβού, αλλά και το νέο βιβλίο που θα αποτελούσε τον καρπό αυτής της συνάντησης. Η φίλη μου πέταξε για έναν κόσμο από όπου θα μπορεί να μας παρακολουθεί, γεμάτη από τις εμπειρίες της, ήσυχη για ότι πρόσφερε στον τόπο που γεννήθηκε.

Και με άφησε  πίσω να την θυμάμαι με ένα έντονο αίσθημα προσωπικής απώλειας…